Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρατολογικό

  • 1 военкомат

    военкомат
    м (военный комиссариат) τό ἐπιτροπάτο[ν] τῶν στρατιωτικών, τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > военкомат

  • 2 призывной

    призыв||ной
    прил τής στρατολογίας, στρατολογικός:
    \призывнойно́й возраст ἡ στρατεύσιμος ἡλικία, ἡ κλάσις τοῦ στρατοῦ· \призывнойно́й пункт τό στρατολογικό γραφείο.

    Русско-новогреческий словарь > призывной

  • 3 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 4 γραφείο(ν)

    τό
    1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;

    γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;

    γραφεί πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;

    τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;

    στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;

    4) (чаще πλ.) управление, ведомство;

    τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);

    τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;

    5) бюро (исполнительный и руководящий орган);

    πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραφείο(ν)

  • 5 γραφείο(ν)

    τό
    1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;

    γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;

    γραφεί πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;

    τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;

    στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;

    4) (чаще πλ.) управление, ведомство;

    τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);

    τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;

    5) бюро (исполнительный и руководящий орган);

    πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραφείο(ν)

  • 6 μητρώο(ν)

    τό
    1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;

    μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;

    στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;

    μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;

    ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;

    έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;

    εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;

    εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μητρώο(ν)

  • 7 μητρώο(ν)

    τό
    1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;

    μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;

    στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;

    μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;

    ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;

    έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;

    εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;

    εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μητρώο(ν)

  • 8 στρατολογικός

    η, ό[ν] призывной, рекрутский; вербовочный;

    στρατολογικό γραφείο — призывной пункт, военкомат;

    στρατολογική υπηρεσία — служба призыва, комплектования;

    στρατολογικόν συμβούλιον — призывная комиссия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρατολογικός

  • 9 военкомат

    [βαινκαμάτ] ουσ. α. στρατολογικό γραφείο

    Русско-греческий новый словарь > военкомат

  • 10 военкомат

    [βαινκαμάτ] ουσ α στρατολογικό γραφείο

    Русско-эллинский словарь > военкомат

  • 11 военкомат

    α.
    Στρατιωτικό επιτροπάτο (υπουργείο στρατιωτικών). || στρατολογικό γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > военкомат

См. также в других словарях:

  • στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… …   Dictionary of Greek

  • γραφείο — το (AM γραφεῑον) [γραφεύς] δωμάτιο ή χώρος με επίπλωση και υλικά κατάλληλα για γραφή νεοελλ. 1. έπιπλο, πάνω στο οποίο γράφουμε 2. κατάστημα, ίδρυμα ή κτήριο στο οποίο διεκπεραιώνεται δημόσια υπηρεσία ή άλλη εργασία («στρατολογικό, δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • μητρώο — το επίσημος κατάλογος με όλα τα στοιχεία προσώπων που ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία: Στρατολογικό μητρώο (περιλαμβάνονται όλοι οι στρατεύσιμοι μιας στρατολογικής περιφέρειας). – Ποινικό μητρώο. – Μητρώο αρρένων κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»