-
1 μητρώο(ν)
τό1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;
στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;
μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;
ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;
έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;
εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;
εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура
-
2 μητρώο(ν)
τό1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;
στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;
μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;
ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;
έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;
εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;
εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура
-
3 μητρώο
[митроо] ουσ. о. метрика, метрическое свидетельство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μητρώο
-
4 μητρώο
[митроо] ουσ ο метрика, метрическое свидетельство. -
5 μητρώο
kütük, arşiv, nüfus kütüğü -
6 sicil
μητρώο, πινάκιο -
7 метрика
-
8 учет
учетм1. ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἀπογραφή/ ὁ ελεγχος (проверка):\учет товаров ἡ ἀπογραφή ἐμπορευμάτων бухгалтерский \учет ὁ λογιστικός ἐλεγχος· вести \учет κρατώ λογαριασμό· производить \учет κάνω ὑπολογισμό, κάνω ἀπογραφή· не поддаваться \учету δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπολογιστεί, εἶναι ἀνυπολόγιστος·2. (регистрация) ἡ καταγραφή, ἡ ἐγγραφη στό βιβλίο· брать на \учет ἐγγράφω (στό μητρώο, στον κατάλογο)· стать на \учет ἐγγράφομαι (στό μητρώο, στον κατάλογο)·3. фин. (векселей) ἡ προεξόφληση [-ις]· ◊ с \учетом конкретных условий παίρνοντας ὑπ· δψι τίς συγκεκριμμένες συνθήκες. -
9 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
10 книга
το βιβλίοповаренная - μαγειρικής, разг. ο τσελεμεντέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > книга
-
11 регистр
1. вчт. о καταχωρητής (ενδιάμεση μνήμη) του Η/Υ 2. (заслонка системывентиляции) η δικλείδα, το διάφραγμα 3.(наборной машины, пишущей машинки,компьютера и т.п.) το πληκτρολόγιο 4. мор. о νηογνώμων,о νηογνώμονας 5. муз. η κλίμακα 6.(список, указатель) о κατάλογος, το μητρώοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регистр
-
12 реестр
ο κατάλογος, το μητρώοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реестр
-
13 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список
-
14 судимость
юр. το ποινικό μητρώο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судимость
-
15 метрический
метрический Iприл лит. μετρικός.метрический IIприл (о системе) μετρικός.метри́ческ||ий IIIприл:\метрическийая книга τό μητρώο γεννήσεως, τό ληξιαρχικό βιβλίο· \метрическийое свидетельство τό πιστοποιητικό γεννήσεως. -
16 регистрироваться
регистр||и́роватьсяἐγγράφομαι στό μητρώο. -
17 судимость
суди́мост||ьж ἡ καταδίκη, ἡ ποινή:не иметь \судимостьи δέν ἔχω καταδικαστεί, ἔχω λευκό ποινικό μητρώο. -
18 a clean slate
(a fresh start: After being in prison he started his new job with a clean slate.) νέο ξεκίνημα (με καθαρό μητρώο) -
19 record
1. ['reko:d, -kəd, ]( American[) -kərd] noun1) (a written report of facts, events etc: historical records; I wish to keep a record of everything that is said at this meeting.) αρχείο, καταγραφή, εγγραφή, πρακτικό2) (a round flat piece of (usually black) plastic on which music etc is recorded: a record of Beethoven's Sixth Symphony.) δίσκος3) ((in races, games, or almost any activity) the best performance so far; something which has never yet been beaten: He holds the record for the 1,000 metres; The record for the high jump was broken/beaten this afternoon; He claimed to have eaten fifty sausages in a minute and asked if this was a record; ( also adjective) a record score.) ρεκόρ, ανώτατη επίδοση4) (the collected facts from the past of a person, institution etc: This school has a very poor record of success in exams; He has a criminal record.) μητρώο, ιστορικό, παρελθόν2. [rə'ko:d] verb1) (to write a description of (an event, facts etc) so that they can be read in the future: The decisions will be recorded in the minutes of the meeting.) καταγράφω2) (to put (the sound of music, speech etc) on a record or tape so that it can be listened to in the future: I've recorded the whole concert; Don't make any noise when I'm recording.) ηχογραφώ, (εγ)γράφω3) ((of a dial, instrument etc) to show (a figure etc) as a reading: The thermometer recorded 30°C yesterday.) καταγράφω4) (to give or show, especially in writing: to record one's vote in an election.) καταγράφω•- recorder- recording
- record-player
- in record time
- off the record
- on record -
20 register
['re‹istə] 1. noun((a book containing) a written list, record etc: a school attendance register; a register of births, marriages and deaths.) κατάλογος, μητρώο, πρωτόκολλο2. verb1) (to write or cause to be written in a register: to register the birth of a baby.) δηλώνω, εγγράφω2) (to write one's name, or have one's name written, in a register etc: They arrived on Friday and registered at the Hilton Hotel.) δηλώνομαι, δήλώνω άφιξη3) (to insure (a parcel, letter etc) against loss in the post.) στέλνω συστημένο4) ((of an instrument, dial etc) to show (a figure, amount etc): The thermometer registered 25°C.) καταγράφω•- registrar
- registry
- register office / registry office
- registration number
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μητρώο — το επίσημος κατάλογος με όλα τα στοιχεία προσώπων που ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία: Στρατολογικό μητρώο (περιλαμβάνονται όλοι οι στρατεύσιμοι μιας στρατολογικής περιφέρειας). – Ποινικό μητρώο. – Μητρώο αρρένων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρώο — το (ΑΜ μητρῷον) βλ. μητρώος … Dictionary of Greek
ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… … Dictionary of Greek
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
δημοτολόγιο — το το γενικό μητρώο τών δημοτών και τών δύο φύλων, σε αντιδιαστολή προς το μητρώο αρρένων, στο οποίο περιλαμβάνονται μόνο οι άρρενες δημότες … Dictionary of Greek
μάτριξ — μάτριξ, ικος, ἡ (Μ) 1. κατάλογος, μητρώο 2. καθεδρικός ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. matrix «μητρώο»] … Dictionary of Greek
στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… … Dictionary of Greek
Велудис, Иоаннис — Иоаннис Велудис Ιωάννης Βελούδης Дата рождения: 1811 год(1811) Место рождения: Венеция … Википедия
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek