-
1 πιστά
πιστόνneut nom /voc /acc plπιστός 1liquid: neut nom /voc /acc plπιστά̱, πιστός 1liquid: fem nom /voc /acc dualπιστά̱, πιστός 1liquid: fem nom /voc sg (doric aeolic)πιστός 2to be trusted: neut nom /voc /acc plπιστά̱, πιστός 2to be trusted: fem nom /voc /acc dualπιστά̱, πιστός 2to be trusted: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 πίστα
η танцевальная площадка -
3 πιστά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πιστά
-
4 πίστα
(αεροδρομίου)la plataforma -
5 πίστα
trackΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πίστα
-
6 πίστα αεροδρομίου
платформаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πίστα αεροδρομίου
-
7 πιστάς
πιστά̱ς, πιστός 1liquid: fem acc plπιστά̱ς, πιστός 2to be trusted: fem acc pl -
8 πιστός
-------------------------------------------A [voice] Pass., to be trusted or believed:I of persons, faithful, trusty,ἑταῖρος Il.15.331
, etc.; ;μάρτυρες Pi.P.1.88
;Ζηνὶ π. ἄγγελος A.Pr. 969
, etc.: [comp] Comp. - ότερος Th.5.108, Isoc.10.38: [comp] Sup.πιστότατος Ar.Pl.27
: c. dat., -ότατος δέ οἱ ἔσκε Il.16.147
;ὁ π. ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος S.Tr. 541
, cf. E.IA 153 (anap.), etc.: c. gen., τοῦ Φαλάνθου πιστόν τινα a trusted friend of P., Ergias ap.Ath.8.36of;π. πρὸς τὰ συμβόλαια Arist.Pol. 1283a33
; οἱ πιστοί, in Persia, trusty councillors, X.An.1.5.15, cf. Hdt. 1.108 ([comp] Sup.);τάδε Περσῶν πιστὰ καλεῖται A.Pers.2
(anap.); so πιστὰ πιστῶν, = πιστότατοι, ib. 681, cf. 528, 979.2 trustworthy, worthy of credit, Antipho 3.3.5 ([comp] Comp.), 5.3, Th.3.43. Adv., -τῶς καὶ ἀδόλως IG12.90.14
,17.3 genuine,π. Ἀταλάντης γόνος S.OC 1322
; Θηρικλέους π. τέκνον, of a cup, Theopomp.Com.32.1 ; unmistakable, νόσοι πονηραὶ καὶ π. LXX De.28.59.II of things, trustworthy, sure, ὅρκια π. Il.3.269, cf. Pi.O.11(10).6, etc.; τέκμαρ τῶνδε, τεκμήρια, μαντεῖα, A. Ag. 272, 352, Th.66; ;ἔσται πιστὰ καὶ ἄδολα καὶ ἁπλᾶ ἅπαντα τὰ ἀπ' Ἀθηναίων Ῥηγίνοις IG12.51.11
; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν no longer can one trust women, Od.11.456 ;βροτῶν δὲ π. οὐδέν S.Fr.667.3
; οὐκ ἔχοντες τὴν ἐλπίδα.. πιστὴν ἔτι no longer having such hope as could be relied on, Th.5.14 ; ὑπόληψις ἡ πιστοτάτη, of knowledge, Arist.Top. 131a23.2 deserving belief, credible,π. καὶ οἰκότα Hdt.6.82
, cf. 8.80;π. ὑπόθεσις Pl.Phd. 107b
;τοῦτο π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arist.Cael. 276a14
; πιθανὸν καὶ π. Id.Rh. 1356b28; [λόγος] ἀποδεικτικὸς καὶ π. ib. 1377b23.III πιστόν, τό, as Subst., pledge, security, warrant,τὸ π. τῆς ἀληθείας S.Tr. 398
, etc.;τὸ π. τῆς ἐπιστήμης Th.6.72
(but τὸ π. τῆς καθ' ὑμᾶς πολιτείας its honesty, Id.1.68); τὸ π. ἔχοντες.. κἂν περιγενέσθαι feeling confidence that.., Id.1.141 : freq. in pl., τὰ πιστὰ ποιέεσθαι,πίστιν ποιεῖσθαι, Hdt.3.8; πιστὰ θεῶν, of oaths, X.Cyr.4.2.7; ἐδώκαμεν καὶ ἐλάβομεν πιστά we gave and received pledges, c. [tense] fut. inf., Id.An.3.2.5, cf. 4.8.7, etc.;πιστὰ ἠξίου γενέσθαι Id.Cyr.7.4.3
;τὰ πίστ' ἐδειξάτην A.Ag. 651
;στέργειν τὰ π. τῶνδε Id.Eu. 673
;τὰ π. ἐμαυτῷ τοῦ θράσους παρέξομαι E.Ph. 268
.B [voice] Act., believing, relying on, τινι Thgn.283, A.Pr. 917, Pers.55 (anap.), S.OC 1031 ; trustful, τῆς ἐλευθερίας τὸ π. Th.2.40, cf. Pl.Lg. 824 ;τινὶ τὸ π. νέμειν App.BC3.39
.2 obedient, loyal,τὴν τῶν Ἀθηναίων χώραν οἰκείαν καὶ π. ποιήσασθαι X.HG2.4.30
.3 faithful, believing, Act.Ap.16.1, IG3.3435.C Adv. πιστῶς with good faith,μὴ π. καταμαρτυρηθείς Antipho 2.4.7
; loyally, D.3.26 : [comp] Comp. - οτέρως Aen.Tact.22.17.2 persuasively, in [comp] Comp., ; credibly, demonstrably, Pl.Epin. 983e; unmistakably,κριθῆναι Gal.9.857
.3 with disposition to believe, D.34.49: [comp] Comp.,πιστότερον πρὸς ἐκείνους ἢ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς διακείμενοι Lys.18.15
. -
9 πιστός
πιστός, 1) Passivisch; – a) von der Person, der man glauben, trauen kann oder muß, treu, zuverlässig, glaubwürdig; ἑταῖρος, Il. 15, 331, u. oft; πιστότατος δέ οἱ ἔσκε, Il. 16, 147; φύλακες, Hes. Th. 755; γένος ϑεῶν, Pind. N. 10, 54; μάρτυρες, P. 1, 88. 12, 27; ἄγγελος, Aesch. Prom. 971; Soph. O. R. 385. 1118; φύλαξ, O. C. 357; Eur. oft; εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 3, 11, vgl. 8, 9; Plat. Phaed. 89 d; φίλοι, Phaedr. 233 d; πρός τι, Arist. pol. 3, 13. Bei den Persern sind οἱ πιστοί eine Art vertraute Räthe, Xen. An. 1, 5, 15, vgl. ὦ πιστὰ πιστῶν, = πιστόταται, Aesch. Pers. 681. – Auch adv., πιστῶς τὰ πρὸς αὐτὸν διακείμενος, Pol. 3, 98, 5. – b) von Sachen, worauf man bauen kann, zuverlässig, sicher, glaubhaft; ὅρκια πιστά, Hom., wie Pind. Ol. 10, 6 N. 9, 16; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, man darf den Weibern nicht mehr trauen, Od. 11, 456; σύμβολον πιστόν, Pind. Ol. 12, 8, wie τέκμαρ Aesch. Ag. 263; τεκμήρια, 543, u. öfter; ὁμιλία πιστὴ καὶ βέβαιος, Soph. Phil. 71; μαντεῖα, Tr. 77, u. sonst; πιστὰ καὶ οἰκότα, Her. 6, 82; πιστότερον ἢ ἀληϑέστερον σύγκειται, Antipho 3 γ 4; πιστῷ καὶ βεβαίῳ χρήσασϑαι λόγῳ, Plat. Tim. 49 b; εἰ πισταὶ ὑμῖν εἰσιν αἱ ὑποϑέσεις, Phaed. 107 b; dah. τὸ πιστόν, = πίστις, Unterpfand der Treue, was Glauben giebt, Verbürgung, Aesch. Ag. 637 Eum. 643 Ch. 391; ἦ καὶ τὸ πι στὸν τῆς ἀληϑείας νέμεις; Soph. Trach. 397; τὸ πιστὸν τόδε λόγων ἐμῶν δέχου, Eur. Or. 245; τὰ πίστ' ἐμαυτῷ τοῠ ϑράσους παρέξομαι, Phoen. 275, u. öfter; πιστὸν οὐδέν ἐστιν αὐτοῖς, Ar. Lys. 629; τὰ πιστὰ ποιεῖσϑαι, = πίστιν ποιεῖσϑαι, Her. 3, 8; πιστὰ δοῠναι καὶ λαβεῖν, Pfänder der Treue geben und empfangen, wodurch man sich gegenseitig verbürgt, Xen. An. 3, 2, 5 u. oft; Cyr. 3, 2, 23; πιστὰ ἠξίου γενέσϑαι, 7, 4, 3, vgl. An. 2, 2, 10; auch πιστὰ ϑεῶν ποιεῖσϑαι, einen Eid leisten, Cyr. 4, 2, 7; Sp. – 2) Akt., glaubend, trauend, sich auf Einen verlassend; Theogn. 283; τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, Aesch. Prom. 919; Pers. 55; ἀλλ' ἔσϑ' ὅτῳ σὺ πιστὸς ὢν ἔδρας τάδε, Soph. O. C. 1035; vgl. Pors. Eur. Hec. 1125. – Auch = folgend, gehorsam, Sp., wohin man auch zieht τὴν χώραν οἰκείαν καὶ πιστὴν ποιεῖσϑαι Xen. Hell. 2, 4, 30.
-
10 ὅρκιον
ὅρκιον, τό, eigtl. neutr. von ὅρκιος, τὰ ὅρκια, die Opfer- u. die übrigen heiligen Gebräuche, die bei einem feierlichen Eidschwur stattfinden, vgl. Buttm. Lexil. II, 58; in der Vrbdg ὅρκια πιστὰ ταμόντες, Il. 2, 124. 3, 105, u. φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες, 3, 73. 94, κήρυκες ὅρκια πιστὰ ϑεῶν σύναγον, 3, 245, worin die Hindeutung auf die bei dem feierlichen Vertrage zu schlachtenden Opferthiere sichtbar ist; also wie foedus icere, einen feierlichen Vertrag schließen und durch ein Opfer befestigen; vgl. Her. 4, 102. 7, 132. Daher beißt ὅρκια geradezu der feierlich beschworne Vertrag, ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά, Il. 22, 262, ὅρκια μετ' ἀμφοτέροισιν ἔϑηκε Παλλάς, sie stiftete einen Vertrag zwischen beiden Parteien, μήτις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, den beim Zeus beschworenen Vertrag verletzen, 3, 107; ὃρκια πιστὰ φυλάσσειν, 280, ὑπὲρ ὅρκια πημαίνειν, 299, wie ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασϑαι, 4, 67; κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν, 157, συγχέω, 271, ψεύδεσϑαι, 7, 351, die Verträge mit Füßen treten, brechen, zu Lügen machen, oder meineidig sein; vgl. Ar. Nubb. 525; so auch Thuc. λέγοντες σφίσι τὰ ὅρκια εἶναι, μιᾷ νηῒ καταπλεόντων Ἀϑηναίων δέχεσϑαι, es sei im Vertrage bestimmt, 6, 52. – Auch im sing., der Eid, οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον, Il. 4, 158, eigtl. das Eidesopfer ist nicht vergeblich. – Ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω, ich werde dir Unterpfänder des Eides geben, den Schwur leisten, Od. 19, 302, vergleiche die folgenden Verse; daher Unterpfand, Bürgschaft, πιστὸν ὅρκιον ἀρεταῖς, Pind. Gl. 10, 6, vgl. N. 9, 16; Eid, Schwur, Tragg., wie Aesch. Ag. 1406; εἴπερ εὐσεβεῖν βούλει, πατρῴων ὁρκίων μεμνημένος, Soph. Trach. 1213, das mit dem Vater beschworne Bündniß; ὅρκια δῶμεν τῷδ' ἀνδρί, Eur. Suppl. 1231; ὁρκίοισι ζυγείς, Med. 735; ὅρκιον ποιεῖσϑαι, Her. 1, 141; auch noch in späterer Prosa, ὅρκια ποιεῖν περὶ τῶν συνϑηκῶν, Pol. 3, 25, 7; τέμνειν, τελεῖν, 22, 15, 6. 9; ἔχειν πρός τινα, 6, 14, 8; γενομένων τῶν ὁρκίων καὶ ὁμολογιῶν, Plut. Lyc. 2; ὅρκια οὐκ ἐφύλασσον, Luc. Dea Syr. 12.
-
11 ὅρκιον
ὅρκ-ιον, τό,A = ὅρκος, oath, Il.4.158, Hdt.1.29, etc.; ὅρκια δοῦναι take oaths, Od.19.302, E.Supp. 1232 (anap.);ὅ. πορεῖν A.R.2.433
; ὅρκια δὲ Ζεὺς ἴστω let Zeus witness our oath, Il.7.411.II mostly in pl., ὅρκια, τά, the offerings and other things used at a solemn oath or treaty,κήρυκες.. ὅ. πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
, cf. 245 ;οἱ ἐννέα ἄρχοντες ὀμνύουσιν ὥσπερ ἐπὶ Ἀκάστου τὰ ὅ. ποιήσειν Arist. Ath.3.3
;ὅ. παρεχέτω ὁ ἱερωργός SIG581.91
(Crete, iii/ii B. C.); then, that which is sworn to, treaty, solemn agreement, freq. in Hom. (esp. Il.),οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅ. πιστά 22.262
: freq. in phrase,ὅρκια πιστὰ ταμεῖν 2.124
, cf. 3.105, al. ;κατόπερ τὰ ὅ. ἔταμον SIG45.44
(Halic., v B.C.);ὅ. ἐπιταμνέτω Schwyzer687
D2 (Chios, vii/vi B.C.);ὅ. ποιεῖσθαι SIG591.32
(Lampsacus, ii B. C.) ;ὅ. τελεῖν Il.7.69
;φυλάσσειν 3.280
; ὅ. δηλήσασθαι or ὑπὲρ ὅ. δηλ. violate a solemn treaty, ib. 107,4.67 ;ὑπὲρ ὅ. πημῆναι 3.299
; κατὰ δ' ὅ. πιστὰ πάτησαν they trampled on the treaty, 4.157 ; σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν ib. 269 ;ψεύσασθαι 7.351
; ; τὰ ὅ. ἐστί τινι, c. inf., one is bound by treaty to do, Th.6.52 : Hdt. has sg. also in this sense,κατὰ τὸ ὅ. 1.77
; ὅ. ποιέεσθαι πρός τινας ib. 141 : abs., ib. 143, etc. ; ὅ. μένει κατὰ χώρην remains as it was, 4.201 ;ὀμόσαι τὸ ὅ. ἦ μὴν ἐάσειν.. Th.6.72
;ὅρκιον ἔταμον SIG4.10
(Cyzicus, vi B. C.). -
12 точно
точно Iнареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):\точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!точно IIнареч1. (подобно) σάν, ὠς:\точно сумасшедший σάν τρελλός·2. (как будто) λές καί, σάν νά:\точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει. -
13 πιστός
a trusty, loyal, sure of people.καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
Iὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8
( δόνακες)πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ N. 9.16
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2.. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: - οτάταις ὁδοῖς codd.: - οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.II credibleἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent O. 3.17d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. - ον m. s.) N. 8.44 -
14 πιστός
πιστός, (1) pass., (a) von der Person: der man glauben, trauen kann oder muß, treu, zuverlässig, glaubwürdig. Bei den Persern sind οἱ πιστοί eine Art vertraute Räte; (b) von Sachen: worauf man bauen kann, zuverlässig, sicher, glaubhaft; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, man darf den Weibern nicht mehr trauen; τὸ πιστόν, = πίστις, Unterpfand der Treue, was Glauben gibt, Verbürgung; πιστὰ δοῠναι καὶ λαβεῖν, Pfänder der Treue geben und empfangen, wodurch man sich gegenseitig verbürgt; πιστὰ ϑεῶν ποιεῖσϑαι, einen Eid leisten; (2) akt., glaubend, trauend, sich auf einen verlassend; folgend, gehorsam--------------------------------πιστός, trinkbar, zum Trinken -
15 τέμνω
τέμνω, ion. u. ep. τάμνω, Od. 3, 175 steht τέμνειν, fut. τεμῶ (s. auch τέμω), aor. ἔτεμον, ion., ep. u. altatt. ἔταμον, inf. ταμέειν, perf. τέτμηκα (Ap. Rh. 4, 156 τετμηώς, mit pass. Bdtg), perf. pass. τέτμημαι, aor. ἐτμήϑην, fut. τετμήσομαι, ἐκτετμήσεσϑον Plat. Rep. VIII, 564 e (vgl. τμήγω), – 1) schneiden, zerschneiden, zerhauen, zerspalten, Hom. u. Folgende; bes. – a) von Menschen, verwunden, auch niederhauen, zusammenhauen; ἀλλήλων ταμέειν χρόα χαλκῷ, Il. 13, 501. 16, 761; Tragg. u. Folgde; κάρα τέμνειν, abschneiden, Soph. Phil. 615; πώλους σιδήρῳ τέμνετ' αὐχένων φόβην, Eur. Alc. 431; λαιμόν, Hel. 1600; τρίχας ἐτμήϑην, Troad. 480. – Aber auch oft vom Schneiden des Wundarztes, gew. neben καίειν, welche beiden Thätigkeiten hauptsächlich die Kunst desselben ausmachten, ἤ τοι κέαντες ἢ τεμόντες εὐφρόνως πειρασόμεσϑα πῆμ' ἀποτρέψαι νόσου, Aesch. Ag. 823; οἱ ἰατροὶ τέμνουσι καὶ καίουσι ἐπ' ἀγαϑῷ, Xen. An. 5, 8, 18; biem. 1, 2, 54; Sp., wie Ael. V. H. 11, 11. – b) von Thieren, zerstückeln, zerlegen, Her. 2, 65; bes. schlachten, zum Opfer, κάπρον ταμέειν Διΐ; Il. 19, 197; auch im med., ταμνόμενοι κρέα, Od. 24, 364; σφάγια τέμνειν, Eur. Suppl. 1195. – Aber Hes. O. 788. 793, ἐρίφους, κάπρον, verschneiden, castrare. – Ὅρκια πιστὰ τάμνειν, einen Vertrag oder ein Bündniß schließen, indem man dabei die üblichen feierlichen Opfer veranstaltete, eigentlich also die Eidesopfer vollziehen, Il. 2, 124. 3, 105. 252. 19, 191 Od. 24, 483; auch φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμεῖν, Il. 3, 73. 94. 256; u. im med., ὅρκια τάμνεσϑαι, Her. 4, 70. 71; vgl. aber 4, 201; Hom. vrbdt auch ϑάνατόν νύ τοι ὅρκι' ἔταμνον, dir zum Tode schloß ich das Bündniß, Il. 4, 155. Später auch συνϑεσίας, φίλια τέμνειν, σπονδάς, Eur. Hel. 1251. – cl von Bäumen u. Holz übh., abhauen, behauen, δούρατα, φιτρούς, Od. 5, 162. 12, 11 u. sonst; Hes. O. 809; daher ῥόπαλον τετμημένον, Od. 17, 195; τὴν ὕλην τὴν τετμημένην πεπρακότα, Dem. 42, 30; auch im med., δοῦρα τάμνεσϑαι, sich Bauholz fällen, Od. 5, 243; τίς ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν Ἰλίῳ πεύκαν, Eur. Hel. 234; τμηϑεῖσα πεύκη, Med. 4; Her. 5, 82; αἰχμάν, Pind. N. 3, 33; λίϑους τάμνεσϑαι, Steine behauen, Her. 1, 186; – φάρμακον τέμνειν, ein Heilkraut abschneiden, Heil- oder Zaubermittel aus abgeschnittenen Kräutern und Wurzeln bereiten, H. h. Cer. 229; Plat. Legg. VIII, 836 b XI, 919 b; – τέμνειν δίχα, entzwei schneiden, Plat. Soph. 265 e, u. oft; τοιοῦτον τμῆμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον οἷον τὸ τέμνον τέμνει, Gorg. 476 d; – σῖτον τέμνειν, Getreide abmähen, Xen. Mem. 2, 1, 13, wie ὀπώρα τέμνεται, Soph. fr. 239. – Aber χώραν, γῆν τέμνειν ist = ein gand durch Abhauen der Obstbäume und Abschneiden der Feldfrüchte verwüsten; Andoc. 3, 8; Thuc. 2, 18. 8, 31; Plat. Rep. V, 471 c Menex. 242 c; Folgde, wie Pol. 9, 28, 6. – 2) durch Abgränzung, gleichsam aus etwas Größerm herausschneiden, absondern; τέλσον ἀρούρης, Il. 13, 707, wo Spitzner zu vgl., der ἄροτρον vermuthet; τέμενος, Il. 16, 194. 20, 184; ἄροσιν, Il. 9, 580; – übh. scheiden, sondern, Sp. – In τάμνοντ' ἀμφὶ βοῶν ἀγέλας, Il. 18, 528, nimmt man eine Tmesis an, sie schnitten die Heerden für sich ab. – Auch τέμνειν ὀχετούς, Gräben ziehen, stechen, Plat. Tim. 70 c 77 c; – τέμνειν ὁδούς, Wege ziehen, anlegen, bahnen, Her. 4, 136; Thuc. 2, 100; Plat. Legg. VII, 803 e. – Daher auch 3) von der Bewegung durch einen Raum hin, durchschneiden; bes. vom Schiffe, das in seinem Laufe das Meer durchschneidet, τέμνειν πέλαγος μέσον, κύματα ϑαλάσσης, Od. 3, 175. 13, 88; ϑάλασσαν, Pind. P. 3, 68; daher ὁδόν u. dgl., einen Weg einschlagen, τέτμηνται κέλευϑοι, I. 5, 22; u. so vielleicht zu erklären μαχᾶν τέμνειν τέλος, Ol. 13, 57, sie beendigen; auch ἀνδρῶν ἐλπίδες τάμνουσαι ψεύδη, 12, 6, die durch Lüge gehenden Hoffnungen; τέμνειν κέλευϑον, Ar. Th. 1100; αἰϑέρος αὐλακα, Av. 1400; τὴν μεσόγαιαν τῶν ὁδῶν τάμνειν, Her. 9, 89, sich Bahn brechen; auch Sp., Philod. 16 (V, 25), bei denen τέμνειν gradezu für gehen gebraucht wird, wie Ap. Rh. 4, 771; dah. μέσον τέμνειν, die Mittelstraße halten, Plat. Legg. VII, 793 e, wie διὰ μέσων ἀσφαλέστερον ἰέναι τέμνοντας, Polit. 262 b, vgl. Prot. 338 a– Auch übertr., τίν' ἀμφ' αὑτᾶς ἔτι πόρον τέμνω; Aesch. Suppl. 807, welchen Weg soll ich einschlagen, welche Mittel finden; εὐϑεῖαν λόγων τέμνων κέλευϑον, Eur. Rhes. 423.
-
16 πιστον
τό1) верность, честность, добросовестностьτὸ π. τῆς πολιτείας καὴ ὁμιλίας Thuc. — добросовестность как в общественных, так и в частных отношениях
2) хранящий верность, преданная душаπιστὰ πιστῶν Aesch. — вернейшие из верных
3) залог, ручательство, честное словоπιστὰ δοῦναι καὴ λαβεῖν Xen. — поклясться друг другу;
τὸ π. τῆς ἀληθείας νέμειν Soph. — ручаться в истинности4) вера, довериеμετὰ τοῦ πιστοῦ τῆς ἐπιστήμης Thuc. — в силу уверенного знания;
οὐ τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ, (ἀλλὰ) τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ Thuc. — не из соображений выгоды, а из благородного доверия -
17 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
18 манеж
-
19 rink
[riŋk]1) ((usually ice-rink) (a building containing) an area of ice, for ice-skating, ice hockey etc.) πίστα, παγοδρόμιο2) ((a building containing) a smooth floor for roller-skating.) πίστα πατινάζ -
20 буквально
επίρ.1. κατά γράμμα,κατά λέξη, πιστά•переводить буквально μεταφράζω πιστά.
2. ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως•он буквально все дни занят αυτός όλες τις μέρες είναι τελείως απασχολημένος.
См. также в других словарях:
πιστά — πιστόν neut nom/voc/acc pl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc/acc dual πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 2 to be trusted fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστά — επίρρ. τροπ. 1. με πίστη, αφοσίωση: Υπηρέτησε πιστά το αφεντικό του. 2. με ακρίβεια: Να αντιγράψεις πιστά το κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίστα — η, Ν 1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες 2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό 3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων 4. κατάλληλα… … Dictionary of Greek
πίστα — η (λ. ιταλ.) 1. στίβος. 2. χώρος για χορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστάς — πιστά̱ς , πιστός 1 liquid fem acc pl πιστά̱ς , πιστός 2 to be trusted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… … Dictionary of Greek