Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιστά

  • 101 Troth

    subs.
    P. and V. πίστις, ἡ, πιστόν, τό, or pl., V. πιστώματα, τά.
    Pledge ratified by giving the right hand: P. and V. δεξιά, ἡ (Xen.), V. δεξίωμα, τό.
    Pledge one's troth: P. and V. πίστιν διδόναι, πιστὰ διδόναι, V. πιστοῦσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Troth

  • 102 ὅσιος

    ὅσιος, ία, ον (Aeschyl., Hdt.+ [the noun ὁσίη is found as early as Hom.]. Mostly of three endings, but-ος, ον Pla., Leg. 8, 831d; Dionys. Hal. 5, 71; 1 Ti 2:8. B-D-F §59, 2; W-S. §11, 1; Mlt-H. 157). Superl. ὁσιώτατος (Pla.; OGI 718, 1; Philo; 1 Cl 58:1). In the Gr-Rom. world this term for the most part described that which helps maintain the delicate balance between the interests of society and the expectations of the transcendent realm. For example, the ὅσιος pers. prays and sacrifices to the gods (Pl., Euthyph. 14b), is conscious of basic taboos (hence wary of pollution because of bloodshed [ibid. 4de; cp. Od. 16, 423]), and observes traditions of hospitality (on Zeus as protector of the stranger, s. Od. 9, 270f). For contrast of τὸ ὅσιον and τὸ δίκαιον s. Pla., Gorgias 507b, Polit. 301d; X., Hell. 4, 1, 33 al.
    pert. to being without fault relative to deity, devout, pious, pleasing to God, holy
    of ordinary human beings: w. δίκαιος (cp. Pla., Leg. 2, 663b, Gorg. 507b; Polyb. 22, 10, 8 παραβῆναι καὶ τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τ. θεοὺς ὅσια; SIG 800, 20f: ἀναστρέφεται πρός τε θεοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὁσίως κ. δικαίως; En 104:12; TestGad 5:4; TestBenj 3:1 and 5:4; Jos., Ant. 9, 35; Just., D. 96, 3 [after Mt 5:45]; Theoph. Ant. 2, 9 [p. 120, 3]) 1 Cl 45:3; 2 Cl 15:3; and still other virtues Tit 1:8. ἔργα ὅσια κ. δίκαια (Jos., Ant. 8, 245) 2 Cl 6:9. δίκαιον κ. ὅσιον w. acc. and inf. foll. (Dicaearchus. p. 408, line 2 fr. bottom, Fuhr; cp. ὅσιον εἶναι w. acc. and inf., Orig., C. Cels. 5, 26, 13) 1 Cl 14:1. ὀφείλομεν ὅσια 2 Cl 1:3. (W. ἄμωμος) ἐν ὁς. κ. ἀμώμῳ προθέσει δουλεύειν τῷ θεῷ serve God with a holy and blameless purpose 1 Cl 45:7. ἄνδρες 45:3. ὁς. βουλή 2:3.—ὅσιοι χεῖρες (Aeschyl., Choëph. 378; Soph., Oed. Col. 470: ‘consecrated’, ‘ceremonially pure’) 1 Ti 2:8 transferred to the religio-ethical field (Philip of Perg. [II A.D.]: 95 Fgm. 1 Jac. writes ὁσίῃ χειρί).—The word was prob. used in a cultic sense in the mysteries (ERohde, Psyche9/10, 1925 I 288, 1): Aristoph., Ran. 335 ὅσιοι μύσται. The mystae of the Orphic Mysteries are called οἱ ὅσιοι: Pla., Rep. 2, 363c; Orph., Hymn. 84, 3 Qu.; cp. Ps.-Pla., Axioch. 371d. Sim. the Essenes are called ὅσιοι in Philo, Omn. Prob. Liber 91; cp. 75 ὁσιότης; PParis 68c, 14 ὅσιοι Ἰουδαῖοι (s. Dssm., B 62, 4 [BS 68, 2]); PGM 5, 417 of a worshiper of Hermes.
    of Christ, the Heavenly High Priest (w. ἄκακος; cp. the opposition Od. 16, 423) Hb 7:26. As subst. ὁ ὅσιός σου (after Ps 15:10) Ac 2:27; 13:35 (cp. ὁ ὅσιος of Abraham Did., Gen. 228, 8).
    pert. to being the standard for what constitutes holiness, holy of God (rarely of deities outside our lit.: Orph., Hymn. 77, 2 Qu.; Arg. 27; CIG 3594; 3830).
    as adj., of God (Dt 32:4; Ps 144:17) holy μόνος ὅσιος Rv 15:4. ἡ ὁς. παιδεία holy (i.e. divine) discipline 1 Cl 56:16. τὸ ὁσιώτατον ὄνομα most holy name 58:1.
    as subst. ὁ ὅσιος Rv 16:5.
    The ref. to ὅς. in δώσω ὑμῖν τὰ ὅς. Δαυὶδ τὰ πιστά I will grant to you (pl.) the unfailing divine assurances or decrees relating to David Ac 13:34 is of special interest (for τὰ ὅς. in the sense of divine decrees or ordinances s. Wsd 6:10; Jos., Ant. 8, 115—). This quot. fr. Is 55:3 is evidently meant to show that the quot. fr. Ps 15:10, which follows immediately, could not refer to the Psalmist David, but to Christ alone (cp. a sim. line of argument relating to a referent Hb 2:6–9). The promises to David have solemnly been transferred to ‘you’. But David himself served not you, but his own generation (vs. 36). So the promises of God refer not to him, but to his Messianic descendant.—Lit. s.v. ἅγιος. JBolkestein, Ὅσιος en Εὐσεβής, diss. Amsterdam ’36; WTerstegen, Εὐσεβής en Ὅσιος in het Grieksch taalgebruik na de 4e eeuw, diss. Utrecht ’41; JMontgomery, HTR 32, ’39, 97–102; MvanderValk, Z. Worte ὅσιος: Mnemosyne 10, ’41; Dodd 62–64.—B. 1475. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὅσιος

  • 103 track

    1) ανιχνεύω
    2) ίχνη
    3) μονοπάτι
    4) πίστα

    English-Greek new dictionary > track

См. также в других словарях:

  • πιστά — πιστόν neut nom/voc/acc pl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc/acc dual πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 2 to be trusted fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστά — επίρρ. τροπ. 1. με πίστη, αφοσίωση: Υπηρέτησε πιστά το αφεντικό του. 2. με ακρίβεια: Να αντιγράψεις πιστά το κείμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίστα — η, Ν 1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες 2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό 3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων 4. κατάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • πίστα — η (λ. ιταλ.) 1. στίβος. 2. χώρος για χορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστάς — πιστά̱ς , πιστός 1 liquid fem acc pl πιστά̱ς , πιστός 2 to be trusted fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»