Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περιφρόνηση

  • 1 περιφρόνηση

    [-ις (-εως)] η презрение, пренебрежение; игнорирование;

    με περιφρόνηση — пренебрежительно, презрительно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιφρόνηση

  • 2 περιφρόνηση

    [пэрифрониси] ουσ θ пренебрежение, презрение.

    Эллино-русский словарь > περιφρόνηση

  • 3 αντίτιμο(ν)

    τό
    1) денежное выражение стоимости, цена; 2) отплата, заслуженная кара;

    τό αντίτιμο(ν) της προδοσίας του ήταν η γενική περιφρόνηση — за предательство ему отплатили всеобщим презрением

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντίτιμο(ν)

  • 4 αντίτιμο(ν)

    τό
    1) денежное выражение стоимости, цена; 2) отплата, заслуженная кара;

    τό αντίτιμο(ν) της προδοσίας του ήταν η γενική περιφρόνηση — за предательство ему отплатили всеобщим презрением

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντίτιμο(ν)

  • 5 προς

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, направления) к;

    προς νότον — к югу;

    έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;

    τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;

    προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;

    κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;

    προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;

    προς τα εκεί — туда;

    προς τα εξω — кнаружи, вовне;

    προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;

    προς τα κάτω — вниз, книзу;

    προς τα πού; — в какую сторону?;

    2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;

    προς τό λαό — к народу;

    αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);

    3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;

    περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;

    ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;

    αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;

    πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό

    της она противоречит сама себе;

    δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;

    4):

    ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;

    ως προς αυτό... — в отношении этого...;

    ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;

    ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;

    ως προς την ημερομηνία — относительно даты;

    5) (при обознач, цены, соотношения):

    τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;

    τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;

    6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;

    τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;

    προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;

    αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;

    τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;

    προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;

    προς ζημίαν — во вред;

    προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;

    7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;

    προς τό βράδυ — к вечеру;

    προς τα ξημερώματα — на рассвете;

    προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;

    προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;

    8) (при обознач, цели, намерения) для; в;

    προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;

    προς υπεράσπισιν — в защиту;

    προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;

    προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;

    προς τί η τόση σπουδή;

    κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;

    λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;

    βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;

    τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;

    έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;

    § ένας προς έναν — один к одному;

    προς έκπληξιν — на удивление;

    II με γεν.
    1) (при обознач, происхождения, родства):

    ο προς μητρός θείος — дядя по матери;

    τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;

    2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;

    προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;

    § προς ώρας — временно;

    αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;

    III με δοτ.
    1) (при обознач, прибавления) к;

    προς τούτοις — к тому же;

    προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;

    2) (при обознач, близости):

    αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προς

См. также в других словарях:

  • περιφρόνηση — η / περιφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιφρονώ] 1. καταφρόνηση, προσβλητική έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή για κάτι 2. υποτίμηση, αμέλεια («η περιφρόνηση τού κινδύνου είναι επικίνδυνη») …   Dictionary of Greek

  • περιφρόνηση — η η έλλειψη σεβασμού, η προσβλητική αδιαφορία προς κάποιον, η καταφρόνια: Είναι άξιος περιφρόνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ντεσπρέζιον — ντεσπρέζιον, τὸ (Μ) 1. περιφρόνηση, ατίμωση 2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • καταμυκτηρίζω — (Α) δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»