Перевод: с греческого на чешский

с чешского на греческий

περιφρόνηση

См. также в других словарях:

  • περιφρόνηση — η / περιφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιφρονώ] 1. καταφρόνηση, προσβλητική έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή για κάτι 2. υποτίμηση, αμέλεια («η περιφρόνηση τού κινδύνου είναι επικίνδυνη») …   Dictionary of Greek

  • περιφρόνηση — η η έλλειψη σεβασμού, η προσβλητική αδιαφορία προς κάποιον, η καταφρόνια: Είναι άξιος περιφρόνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ντεσπρέζιον — ντεσπρέζιον, τὸ (Μ) 1. περιφρόνηση, ατίμωση 2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • καταμυκτηρίζω — (Α) δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»