Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ασέβεια

См. также в других словарях:

  • ἀσεβεία — ἀσεβείᾱ , ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσεβείᾳ — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσέβεια — ungodliness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασέβεια — η (AM ἀσέβεια) [ασεβής] η έλλειψη σεβασμού προς τα θεία ή προς κάτι που θεωρείται αξιοσέβαστο …   Dictionary of Greek

  • ασέβεια — η έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση: Δείχνει ασέβεια στους δασκάλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσεβείας — ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem acc pl ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσεβείαι — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσεβειῶν — ἀσέβεια ungodliness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσεβείαις — ἀσέβεια ungodliness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσέβειαι — ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσέβειαν — ἀσέβεια ungodliness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»