Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παλαιῶν

См. также в других словарях:

  • Παλαιῶν — Παλαιή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιῶν — παλαιός old in years fem gen pl παλαιός old in years masc/neut gen pl παλαιόω make old pres part act masc voc sg (doric aeolic) παλαιόω make old pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παλαιόω make old pres part act masc nom sg παλαιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίων — παλαίω wrestle pres part act masc nom sg παλαιόω make old imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παλαιόω make old imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανός, Παλαιών Πατρών — (Γεώργιος Γκόζιας, Δημητσάνα 1771 – Ναύπλιο 1826). Ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του και στο Άργος, πήγε στη Σμύρνη, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του, μητροπολίτη της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φωνογράφου και Παλαιών Ενθυμημάτων (Λευκάδας) — Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά αντικείμενα έχουν χωρέσει στα περίπου δέκα τετραγωνικά μέτρα ενός ισόγειου χώρου, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας (Κωνσταντίνου Καλκάνη 12), που καταλαμβάνει αυτό το μουσείο. Τα περισσότερα αντικείμενα …   Dictionary of Greek

  • Νέους φίλους ποιῶν, τῶν παλαιῶν μὴ ἐπιλανθάνου. — См. Новых друзей наживай, а старых не забывай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νέους φίλους ποιῶν τῶν παλαιῶν μὴ ἐπιλανθάνου. — См. Старый друг лучше новых двух …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Liste der Erzbischöfe von Patras — Die folgenden Personen waren Bischöfe, Erzbischöfe und Metropoliten von Patras: Bischöfe Andreas Stratokles Irodion Plutarchos (344 418) Perigenes (418) Alexandros Afanasios Erzbischöfe 733 806 ... Metropoliten 865 879 A. Papadopulos Keramias 868 …   Deutsch Wikipedia

  • Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»