Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παγ-ετός

См. также в других словарях:

  • πυτία — η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης νεοελλ. ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού αρχ. 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών… …   Dictionary of Greek

  • οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… …   Dictionary of Greek

  • πνιγετός — ὁ, Α το πνῑγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. ετός (πρβλ. παγ ετός, πυρ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • σηπετός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σηπεδών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός, σκελ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… …   Dictionary of Greek

  • περιμήκετος — ον, ΜΑ περιμήκης*, πολύ μακρύς ή πολύ ψηλός (α. «ἐλάτην... περιμήκετον», Ομ. Ιλ. β. «πυραμίδες περιμήκετοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιμήκης + κατάλ. ετος (πρβλ. πάγ ετος)] …   Dictionary of Greek

  • πηγετός — ὁ, Α ο παγετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + κατάλ. ετός (πρβλ. πᾰγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • σκαφετός — ὁ, Α η σκαφή, το σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»