-
1 πάγος
πάγος, ὁ (πήγνυμι), 1) feste Bergspitze, Felsenspitze; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405. 411; übh. Berg, Hes. Sc. 439; Pind. Ol. 11, 51 I. 2, 33; oft bei den Tragg. πάγος Ἄρειος, der Areshügel in Athen, wo der Areopag seine Sitzungen hielt, Aesch. Eum. 655. 660, wie Ἄρεος πάγος, Soph. O. C. 951; auch ἐν Ἀρείοις πάγοις, Eur. I. T. 1470; Her. 8, 52 u. sonst; τῆς ἐξ Ἁρείου πάγου βουλῆς, Plat. Ax. 367 a u. Sp. – 2) was fest geworden, gefroren ist, Eis, Reif, auch Eiskälte, Frost; τῶν ὑπαιϑρίων πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαγέντες, Aesch. Ag. 326; πάγου χυϑέντος, Soph. Phil. 293; δυςαύλων πάγων αἴϑρια, Ant. 355; καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, Plat. Conv. 220 b; Arist. de mundo 4 (auch wie von τὸ πάγος im dat. pl. πάγεσι, probl. 12 b); πάγων ὑπερβολαί, übergroße Kälte, Pol. 9, 15, 3; – Schol. Nic. Ar. 91 erkl. γραῦς ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος γιγνόμενος πάγος, die Haut auf der Milch. – Das aus Verdampfung des Meerwassers gewonnene Salz, das fest wird, u. davon p., wie ἅλς, das Meer selbst, Lycophr. 134. – Auch das Darmfell, peritonaeum, Medic.
-
2 πάγος
πάγος, ὁ, (1) feste Bergspitze, Felsenspitze; übh. Berg; πάγος Ἄρειος, der Areshügel in Athen, wo der Areopag seine Sitzungen hielt; (2) was fest geworden, gefroren ist, Eis, Reif, auch Eiskälte, Frost; πάγων ὑπερβολαί, übergroße Kälte; γραῦς ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος γιγνόμενος πάγος, die Haut auf der Milch. Das aus Verdampfung des Meerwassers gewonnene Salz, das fest wird, u. davon p., wie ἅλς, das Meer selbst. Auch das Darmfell, peritonaeum -
3 πάγος
1 hill καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο (sc. τὸ Κρόνιον) O. 10.49 med.,οὐ γὰρ πάγος, οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33
-
4 πάγος
I crag, rock,σπιλάδες τε πάγοι τε Od.5.405
; π. ὀξέες ib. 411: generally, rocky hill, Hes.Sc. 439, Pi.O.10(11).49, I.2.33;χλοερὸς ὑλώδης π. S.Ichn.215
; ὁ Ἄρειος ([dialect] Ion. Ἀρήϊος) π. the Areopagus at Athens, Hdt. 8.52, cf. A.Eu. 685sq.;Ἄρεος εὔβουλος π. S.OC 947
;Ἀρείοις ἐν π. E. IT 1470
, cf. 961;ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων π. S.Fr. 323
; μαντεῖος, ἀκρονιφὴς π., of Delphi, Pae.Delph.7, 16.II after Hom., = παγετός, frost,πάγου χυθέντος S.Ph. 293
;π. φανέντος αἰθρίου Id.Fr.149.3
;ὄντος π. οἵου δεινοτάτου Pl.Smp. 220b
, etc.: pl.,τῶν ὑπαιθρίων π. A.Ag. 335
, cf. S.Ant. 357 (lyr.), Arist.HA 523a20, GA 735a35, etc.: heterocl. dat. pl. : dat. sg. πάγει (v.l. πάγοις) D. S.3.34.3 salt, as formed by the evaporation of sea-water, Lyc.135.5 ἄκριτον πάγος of the confused mass outside the universe, Hp.Hebd.6;τὸν περιέχοντα πάγον Id.Vict.1.10
, cf. Paul.Al.I.4. -
5 πᾶγος
πᾶγος, ὁ, = Lat.A pagus, district, Plu.Num.16, PGen.54.33 (iv A. D.), etc. [full] πᾱγός, v. πηγός. [full] παγούαιρ· μάρμαρος ἢ μικακύς, Hsch. -
6 πάγος
πάγος s. Ἄρειος πάγος. M-M. -
7 Πάγος
Πάγοςthat which is fixed: masc nom sg -
8 πάγος
πάγοςthat which is fixed: masc nom sg -
9 πάγος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάγος
-
10 παγος
I.III(ᾰ) ὅ1) утес, скала(σπιλάδες τε πάγοι τε Hom.)
2) холм, гораἌρειος (ион. Ἀρήϊος или Ἄρεος) π. Her., Plat., Soph., тж. Ἄρειοι πάγοι Eur. — холм(ы) Арея, Ареопаг;
ἥ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή Plat. — совет Ареопага3) лед4) мороз, стужа(ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου Plat.)
II.ὁ (лат. pagus) сельская община, область ( у римлян) Plut. -
11 πάγος
ο1) лёд; 2) холод, мороз; 3) перен. холодный, бесчувственный человек;§ εσπασε ο πάγος — лёд тронулся;
Άρειος Πάγος ист, ареопаг -
12 πάγος
-
13 πάγος
-ου + ὁ N 2 1-0-2-3-1=7 Ex 16,14; Na 3,17; Zech 14,6; Jb 37,10; DnLXX 3,69Cf. SHIPP 1979, 429; WEVERS 1990, 249 -
14 πάγος
[пагос] ουσ α лёд, мороз. -
15 πάγος
el glac, -
16 πάγος
glace -
17 πάγος
lód (m) rzecz. -
18 πάγος
1) led2) zmrzlina -
19 πάγος
iceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάγος
-
20 Πάγος: ареопаг, верховный кассационный суд Греции, верховного кассационного суда греции.
[арэсо] ρ нравиться, быть приятным.Эллино-русский словарь > Πάγος: ареопаг, верховный кассационный суд Греции, верховного кассационного суда греции.
См. также в других словарях:
Πάγος — that which is fixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγος — that which is fixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο … Dictionary of Greek
πάγος — ο 1. στερεοποιημένο νερό: Βάλε και πάγο στο ούζο μου. 2. πολύ κρύο, παγωνιά: Έκαψε ο πάγος τα λουλούδια. 3. μτφ., ψυχρός άνθρωπος: Αυτός όλη την ώρα ήταν σκέτος πάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγός — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * παγός … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάγω — πάγος that which is fixed masc nom/voc/acc dual πάγος that which is fixed masc gen sg (doric aeolic) πά̱γω , πᾶγος pagus masc nom/voc/acc dual πά̱γω , πᾶγος pagus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγοιο — πάγος that which is fixed masc gen sg (epic) πά̱γοιο , πᾶγος pagus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγοις — πάγος that which is fixed masc dat pl πά̱γοις , πᾶγος pagus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)