-
61 интервью
интервью с η συνέντευξη, το ιντερβιού; взять (дать) \интервью παίρνω (δίνω) συνέντευξη* * *сη συνέντευξη, το ιντερβιούвзять (дать) интервью́ — παίρνω (δίνω) συνέντευξη
-
62 лекарство
лекарство с το φάρμακο, το γιατρικό· принимать \лекарство πίνω (или παίρνω) το φάρμακο· прописать \лекарство δίνω συνταγή* * *сτο φάρμακο, το γιατρικόпринима́ть лека́рство — πίνω ( или παίρνω) το φάρμακο
прописа́ть лека́рство — δίνω συνταγή
-
63 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
64 мерка
мерка ж τα μέτρα· снимать \меркау παίρνω τα μέτρα* * *жτα μέτραснима́ть ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
65 место
I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο* * *с1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση
положи́ть на ме́сто — τοποθετώ
на ме́сте — επί τόπου
занима́ть ме́сто — κρατώ θέση
заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση
ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης
2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέροςв на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας
в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος
3) ( должность) η θέση, το πόστο -
66 набрать
набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)* * *1) μαζεύω, συγκεντρώνω2) полигр. στοιχειοθετώ••набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)
-
67 напрокат
-
68 наслаждение
наслаждение с η απόλαυση, η ευχαρίστηση* получить \наслаждение απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση* * *сη απόλαυση, η ευχαρίστησηполучи́ть наслажде́ние — απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση
-
69 ответ
ответ м η απάντηση, η από κρίση' в \ответ... σε απάντηση...дать \ответ απαντώ* получить \ответ παίρνω απάντηση* * *мη απάντηση, η απόκρισηв отве́т … — σε απάντηση…
дать отве́т — απαντώ
получи́ть отве́т — παίρνω απάντηση
-
70 отказ
отказ м η άρνηση· получить \отказ παίρνω αρνητική απάντηση* * *мη άρνησηполучи́ть отка́з — παίρνω αρνητική απάντηση
-
71 отнять
-
72 отобрать
отобрать 1) (выбрать ) διαλέγω 2) (взять) παίρνω πίσω» αφαιρώ* * *1) ( выбрать) διαλέγω2) ( взять) παίρνω πίσω, αφαιρώ -
73 отозвать
отозвать 1) (в сторону ) καλώ (или παίρνω) παράμερα 2) (посла) ανακαλώ \отозваться 1) (ответить ) αποκρίνομαι 2) (дать отзыв ) εκφέρω γνώμη* * *2) ( посла) ανακαλώ -
74 пенсия
пенсия ж η σύνταξη· персональная \пенсия η προσωπική σύνταξη· получать \пенсияю παίρνω σύνταξη* * *жη σύνταξηперсона́льная пе́нсия — η προσωπική σύνταξη
получа́ть пе́нсию — παίρνω σύνταξη
-
75 первенство
первенство с το πρωτάθλημα* \первенство мира το διεθνές πρωτάθλημα· завоевать \первенство παίρνω το πρωτάθλημα* * *сτο πρωτάθλημαпе́рвенство ми́ра — το διεθνές πρωτάθλημα
завоева́ть пе́рвенство — παίρνω το πρωτάθλημα
-
76 получать
-
77 постановить
постановить αποφασίζω· παίρνω απόφαση (вынести резолюцию)* * *αποφασίζω; παίρνω απόφαση ( вынести резолюцию) -
78 привычка
привычка ж η συνήθεια, το συνήθιο* войти в \привычкау το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να...· приобрести \привычкау συνηθίζω· у меня \привычка έχω συνήθιο· по \привычкае από συνήθεια* * *жη συνήθεια, το συνήθιοвойти́ в привы́чку — το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να…
приобрести́ привы́чку — συνηθίζω
у меня́ привы́чка — έχω συνήθιο
по привы́чке — από συνήθεια
-
79 приглашение
приглашение с η πρόσκληση· получить \приглашение παίρνω πρόσκληση; по \приглашениею με πρόσκληση* * *сη πρόσκλησηполучи́ть приглаше́ние — παίρνω πρόσκληση
по приглаше́нию — με πρόσκληση
-
80 приз
приз м το βραβείο, το έπαθλο· получить первый \приз παίρνω το πρώτο βραβείο* * *мτο βραβείο, το έπαθλοполучи́ть пе́рвый приз — παίρνω το πρώτο βραβείο
См. также в других словарях:
παίρνω — παίρνω, πήρα βλ. πίν. 185 (και ως απρόσ. παίρνει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
κρυφοπαίρνω — παίρνω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν, κλέβω … Dictionary of Greek
λαμπάνω — παίρνω φωτιά, φλέγομαι («μέσα η καρδιά του ελάμπανε», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμβάνω, με πιθ. επίδραση τών λάμπω, λαμπάδα] … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek