Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παίρνω

См. также в других словарях:

  • παίρνω — παίρνω, πήρα βλ. πίν. 185 (και ως απρόσ. παίρνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω …   Dictionary of Greek

  • ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • κρυφοπαίρνω — παίρνω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν, κλέβω …   Dictionary of Greek

  • λαμπάνω — παίρνω φωτιά, φλέγομαι («μέσα η καρδιά του ελάμπανε», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμβάνω, με πιθ. επίδραση τών λάμπω, λαμπάδα] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»