Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταχτώ

  • 1 завоевать

    завоевать, завоёвывать 1) καταχτώ 2) (добиваться) κερδίζω \завоевать первое место κερδίζω την πρώτηθέση
    * * *
    = завоёвывать
    2) ( добиваться) κερδίζω

    завоева́ть пе́рвое ме́сто — κερδίζω την πρώτη θέση

    Русско-греческий словарь > завоевать

  • 2 овладевать

    овладевать, овладеть 1) (захватывать) κυριεύω, καταχτώ 2) (усваивать) κατέχω· \овладевать греческим языком μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
    * * *
    = овладеть
    1) ( захватывать) κυριεύω, καταχτώ
    2) ( усваивать) κατέχω

    овладева́ть гре́ческим языко́м — μαθαίνω την ελληνική γλώσσα

    Русско-греческий словарь > овладевать

  • 3 оккупировать

    Русско-греческий словарь > оккупировать

  • 4 освоить

    освоить αφομοιώνω· καταχτώ (покорять)' - производство αφομοιώνω την παραγωγή \освоиться εξοικειώνομαι· \освоиться с обстановкой εξοικειώνομαι με το περιβάλλον
    * * *
    αφομοιώνω; καταχτώ ( покорять)

    осво́ить произво́дство — αφομοιώνω την παραγωγή

    Русско-греческий словарь > освоить

  • 5 отнять

    отнять 1) αφαιρώ, παίρνω (взять); καταχτώ (захватить) 2) (вычесть) αφαιρώ
    * * *
    1) αφαιρώ, παίρνω ( взять); καταχτώ ( захватить)
    2) ( вычесть) αφαιρώ

    Русско-греческий словарь > отнять

  • 6 покорить

    покорить, покорять υποτάσσω* καταχτώ (тж. перен.)
    * * *
    = покорять
    υποτάσσω; καταχτώ (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > покорить

  • 7 освоить

    -ою, -оишь
    ρ.σ.μ.
    αφομοιώνω, αξιοποιώ καλλιεργώ•

    освоить грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες•

    освоить новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη.

    || καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά•

    освоить крайный север καταχτώ τον Ακρο Βορά.

    || συνηθίζω, εξοικιώνω.
    αφομοιώνω•

    освоить с философской терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία.

    || εξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιβάλλον κλίμα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > освоить

  • 8 победить

    -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побежденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ. νικώ•

    победить врага νικώ τον εχθρό•

    победить в бою νικώ στη μάχη•

    победить в спортивных соревнованиях νικώ στα αγωνίσματα.

    || μτφ. υπερνικώ•

    победить страх νικώ το φόβο•

    победить препяствия, трудности υπερνικώ τα εμπόδια, τις δυσκολίες.

    || μτφ. καταχτώ, αιχμαλωτίζω•

    победить сердце красавицы καταχτώ την καρδιά μιας καλλονής.

    Большой русско-греческий словарь > победить

  • 9 покорить

    -рю, -ршь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. покоренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ• υποτάσσω, υποδουλώνω•

    покорить страну υποτάσσω τη χώρα.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) δαμάζω•

    покорить зверя δαμάζω το θηρίο•

    покорить силы природы δαμάζω τις δυνάμεις (στοιχεία) της φύσεις.

    2. μτφ. αιχμαλωτίζω, γοητεύω, θέλγω, μαγεύω.
    εκφρ.
    покорить сердце – καταχτώ την καρδιά.
    καταχτιέμαι, υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    -рю, -ришь ρ. σ.μ.
    βλ. корить με σημ. λίγο, ενίοτε.

    Большой русско-греческий словарь > покорить

  • 10 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 11 завоевать

    -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завоеванный, вр: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ, κυριεύω•

    завоевать страну παταχτώ χωρά•

    обратно επανακτώ, ξανακυριεύω.

    2. αποκτώ, κερδίζω, παίρνω•

    завоевать победу κατακτώ τη λευτεριά•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    завоевать победу κερδίζω τη νίκη.

    || ελκύω, σαγηνεύω, αιχμαλωτίζω•

    он -ал ее с первого взгляда αυτός την κατάχτησε με την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > завоевать

  • 12 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 13 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 14 оккупировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. καταχτώ, κάνω κατοχή.
    καταχτιέμαι, είμαι υπο κατοχή.

    Большой русско-греческий словарь > оккупировать

  • 15 первенство

    ουδ.
    το πρωτάθλημα•

    завоевать первенство καταχτώ (παίρνω) το πρωτάθλημα•

    соревнования за первенство мира αγώνες για το παγκόσμιο πρωτάθλημα.

    Большой русско-греческий словарь > первенство

  • 16 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

См. также в других словарях:

  • καταχτώ — και καταχτάω κατάχτησα, καταχτήθηκα, καταχτημένος 1. κυριεύω: Κατάχτησε όλη την Ευρώπη. 2. έχω ερωτικές επιτυχίες: Με την επιμονή του την κατάχτησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»