Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παίρνω

  • 121 втянуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.
    2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.
    3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•

    его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.

    1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.
    2. εισέρχομαι βαθμιαία.
    3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•

    -в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•

    в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.

    || συνηθίζω λίγο-λίγο•

    втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > втянуть

  • 122 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 123 выколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. выколоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω χτυπώντας•

    выколотить гвоздь из до ски βγάζω καρφί από το ξύλο χτυπώντας το•

    выколотить клин βγάζω τη σφήνα χτυπώντας την.

    || μτφ. αφαιρώ, παίρνω, αποσπώ με τη βία•

    выколотить недоимки παίρνω με τη βια τα υπόλοιπα χρέη•

    выколотить подати αποσπώ δοσίματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας (ρούχα, χαλιά).
    3. κερδίζω με μόχθο.
    4. αργάζω•

    выколотить кожу αργάζω δέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > выколотить

  • 124 выручить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. παλ. ελευθερώνω, παίρνω με εγγύηση.
    2. βγάζω από δύσκολη κατάσταση, δίνω χείρα βοηθείας.
    3. κερδίζω, βγάζω με το εμπόριο.
    1. βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    2. αμείβομαι, παίρνω ως αμοιβή.

    Большой русско-греческий словарь > выручить

  • 125 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 126 дополучить

    -лучу, -лучишь
    ρ.σ.μ.
    παίρνω συμπληρωματικά ή το υπόλοιπο• • дополучить продукты παίρνω τα υπόλοιπα τρόφιμα•

    мне ещё дополучить έχω ακόμα να λάβω.

    Большой русско-греческий словарь > дополучить

  • 127 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 128 заимствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. δανείζομαι, παίρνω απ’ αλλού, απομιμούμαι•

    заимствовать тему δανείζομαι θέμα.

    1. (απλ.) παίρνω δανεικά, δανείζομαι.
    2. βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заимствовать

См. также в других словарях:

  • παίρνω — παίρνω, πήρα βλ. πίν. 185 (και ως απρόσ. παίρνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω …   Dictionary of Greek

  • ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • κρυφοπαίρνω — παίρνω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν, κλέβω …   Dictionary of Greek

  • λαμπάνω — παίρνω φωτιά, φλέγομαι («μέσα η καρδιά του ελάμπανε», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμβάνω, με πιθ. επίδραση τών λάμπω, λαμπάδα] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»