-
1 πετράς
πετράςfourth day: fem nom sg -
2 πετράς
-
3 πετράς
ο каменотёс; рабочий каменоломни -
4 Πέτρας
Πέτρᾱς, Πέτρηrock: fem acc plΠέτρᾱς, Πέτρηrock: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 πέτρας
πέτρᾱς, πέτραrock: fem acc plπέτρᾱς, πέτραrock: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 πέτρας
скалыскалеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέτρας
-
7 πετρά
πετράςfourth day: fem voc sg -
8 πετράσι
πετράςfourth day: fem dat pl -
9 πέτρα
πέτρα, ἡ, ion. u. ep. πέτρη, Fels; im Meere od. am Gestade die Klippe; sowohl von einzeln stehenden Felsenhäuptern als von ganzen felsigen Gebirgszügen, αἰγίλιψ, ήλίβατος, αἰπεῖα, λίς, λισσή u. ä., Hom.; auch πέτρης ἐκ γλαφυρῆς, Il. 2, 88, von einer Felsengrotte zu verstehen. Auch Od. 9, 243. 486, wie Hes. Th. 675, wo mit πέτραις geworfen wird, sind nicht einzelne Steine, πέτρος, sondern ganze Felsgipfel zu verstehen, welche der Kyklop u. die Hundertarmigen von den Felsen losreißen und gegen die Feinde schleudern; vgl. Buttm. Lexil. II p. 179. Sprichwörtlich οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Il. 22, 126 Od. 19, 163. S. δρῦς. Göttling zu Hes. Th. 35 bezieht es auf Dodona u. Delphi. Als Sinnbild der Festigkeit u. Unbeweglichkeit steht es Od. 17, 463; auch der Gefühllosigkeit u. Hartherzigkeit, Valck. Eur. Hipp. 305; Pind. χοιράδος ἄλκαρ πέτρας, P. 10, 52; συνδρόμων κινηϑμὸν πετρᾶν, 4, 209; oft bei Tragg. für Felsen, z. B. Aesch. Prom. 4. 31; δίστομος πέτρα, Soph. Phil. 16. 940, u. öfter; δίλοφος, der Parnaß, Ant. 1113, Eur. oft; u. in Prosa; δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν, Plat. Phaedr. 275 b; ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῠς περιλαμβάνοντες, Soph. 246 a; μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίϑους σπείρειν, Legg. VIII, 838 b; Folgde. – Sp. auch von Felsstücken, Steinen, ἐκυλίνδουν πέτρας Xen. An. 4, 2, 20, τὰς πέτρας ἐπι κυλίοντες Pol. 3, 53, 2; Plut. u. a. Sp. – Vgl. πέτρος.
-
10 δρῦς
δρῦς, δρυός, ἡ, die Eiche; von Hom. an überall. Homerische Formen: δρῠς nomin. singul. Iliad. 13, 389, δρυός Iliad. 22, 126 Odyss. 14, 12, δρυΐ Iliad. 18, 558, δρύες Iliad. 12, 132, δρυσίν Iliad. 14, 398 Odyss. 9, 186, δρῠς accusat. plural. Iliad. 11, 494. 23, 118. Bei Sophocl. Meleag. frgm. 354 ed. Dindorf. Oxon. (aus Hesych. s. v. Ἰξοφόρους) accusat. plural. δρύας; bei Aristoph. Nub. 402 accusat. plural. τὰς δρῠς τὰς μεγάλας. Der accus. sing. lautet regelmäßig δρῠν; abweichend δρύα Quint. Sm. 3, 280. Bei Arcad. p. 131, 16 dual. δρύε. Masculin. war das Wort bei den Peloponnesiern nach Scholl. Aristoph. Nub. 401; es findet sich als mascul. bei Sp.; bei Homer deutlich als femin. Iliad. 11, 494 πολλὰς δὲ δρῠς ἀζαλέας und Iliad. 23, 118 αὐτίκ' ἄρα δρῦς ὑ ψικόμους ταναήκεϊ χαλκῷ τάμνον ἐπειγόμενοι· ταὶ δἔ μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον. τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων (vgl. Scholl. Aristonic.); auch Iliad. 12, 132 ἕστασαν ὡς ὅτε τε δρύες οὔρεσιν ὑψικάρηνοι, αἵ τ' ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα, ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι. Die δρῠς war dem Zeus heilig, dessen Stimme aus der Orakeleiche von Dodona ertönte, Odyss. 14, 328. 19, 297 τὸν δ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα ϑεοῖο ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι, ὅππως νοστήσῃ (νοστήσειε) κτἑ.; im plural. Aeschyl. Prom. 832 τὴν αἰπύνωτόν τ' ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα μαντεῖα ϑῶκός τ' ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός, τέρας τ' ἄπιστον. αἱ προσήγοροι δρύες, ὑφ' ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως προσηγορεύϑης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσϑ', εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι κτἑ.; im singular. Soph. Trach. 1168 ἃ τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν ἐγὼ Σελλῶν ἐσελϑὼν ἄλσος εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας καὶ πολυγλώσσου δρυός, ἥ μοι χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι νῦν ἔφασκεμόχϑων τῶν ἐφεστώτων ἐμοὶ λύσιν τελεῖσϑαι. Auch Herodot. 2, 55 redet nur von einem Baune, den er φηγός nennt. Die Eiche scheint im Leben der ältesten Griechen überhaupt eine große Rolle gespielt zu haben; uralte Sprichwörter: Hom. Odyss. 19, 163 ἀλλὰ καὶ ὧς μοι εἰπὲ τεὸν γένος, ὁππόϑεν ἐσσί· οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου, οὐδ' ἀπὸ πέτρης, »du stammst doch nicht von der Eiche, auch nicht vom Felsen«, d. h. du mußt doch Aeltern und Vaterland haben, du bist doch nicht vom Himmel gefallen, nicht hinter dem Zaune gefunden; man beachte das παλαιφάτου, durch welches Homer schon die Redensart als ein altes Sprichw. bezeichnet; übrigens giebt es eine var. lect. παλαιφάγου, Scholl. τινὲς δὲ παλαι ex φάγου, ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ ἐβαλανοφάγουν· παρὸ καὶ φηγός ὡς φαγός τις οὖσα; die Homerische Stelle hat vor Augen Plat. Rep. VIII, 544 d ἢ οἴει ἐκ δρυός ποϑεν ἢ ἐκ πέτρας τὰς πολιτείας γίγνεσϑαι, ἀλλ' οὐχὶ ἐκ τῶν ἠϑῶν τῶν ἐν ταῖς πόλεσιν κτἑ.; Apolog. 34 d καὶ γὰρ τοῠτο αὐτὸ τὸ τοῠ Ὁμήρου, οὐδ' ἐγὼ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης πέφυκα, ἀλλ' ἐξ ἀνϑρώπων, ὥστε καὶ οἰκεῖοί μοί εἰσι καὶ υἱεῖς κτἑ. Hom. Iliad. 29, 126 ἀλλὰ τίη μοι ταῠτα φίλος διελέξατο ϑυμός; – οὐ μέν πως νῖν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης τῷ ὀαριζέμεναι, ἅ τε παρϑένος ἠίϑεός τε, παρϑένος ἠίϑεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιιν, es ist nicht Zeit, ein ruhiges und weitschweifiges Gespräch zu führen, von der Eiche und vom Felsen anhebend; Hesiod. Theogon. 35 ἀλλὰ τίη μοι ταῠτα περὶ δρῠν ἢ περὶ πέτρην; vgl. Gruppe Über die Theogonie des Hesiod (Berlin 1841) S. 38. Plat. Phaedr. 275 b οἱ δέ γ', ὦ φίλε, ἐν τῷ τοῠ Διὸς τοῦ Δωδωναίου ἱερῷ δρυὸς λόγους ἔφησαν μαντικοὺς πρώτους γενέσϑαι. τοῖς μὲν οὖν τότε, ἅτε οὐκ οὖσι σοφοῖς ὥσπερ ὑμεῖς οἱ νέοι, ἀπέχρη δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν ὑπ' εὐηϑείας, εἰ μόνον ἀληϑῆ λέγοιεν· σοὶ δ' ἴσως διαφέρει τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός. Plutarch. Adv. Stoic. 44 καίτοι λέγεται μὲν ὁ Λυγκεὺς ἐκεῖνος διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾷν. Allgemein bekannt it das δρύας καὶ πέτρας ἄγειν des Orpheus, vgl. z. B. Antipat Sid. 67 (VII, 8) Οὐκέτι ϑελγομένας, Ὀρφεῠ, δρύας, οὐκέτι πέτρας ἄξεις. Ueber die Redensarten ἄλλην δρῠν βαλάνιζε und ἅλις δρυός fz. B Eustath. Odyss. 19, 163 p. 1859, 49. – In alterthümlicher Sprache soll das Wort δρῠς die allgemeine Bedeutung » Baum« gehabt haben: Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 86 – καϑ' ἣν ὥραν καὶ ὁ δρυτόμος ἀριστοποιεῖται, ἤγουν ὁ ὑλοτόμος, ὁ ξυλοτόμος· δρῠν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ ἀπὸ τοῠ ἀρχαιοτέρου πᾶν δένδρον, Lehrs Aristarch. p. 153; vgl. Hesych. Δρῠς· πᾶν ξύλον καὶ δένδρον; Etymol. m. p. 288, 21 πᾶν γὰρ ξύλον δρῠς καλεῖται παρὰ τοῖς παλαιοῖς κτἑ. In der That scheint δρῠς verwandt zu sein mit δένδρεον, δένδρον, δενδρύδιον, δενδρυάζω, wie mit δόρυ, δούρειος, δουράτεος, und mit δρίος, δρυμός, δρυμά; Sanskrit. drus = Holz, Baum, drumas = Baum, dâru = Holz; Goth. triu = Baum; Alts. trio = Balken, Holz, Baum. Hiernach wäre für δρῠς die Bedeutung » Baum« die Grundbedeutung, vgl. Curtius Grundzüge der Griech. Etymologie Tb. 1 S. 204. Man erklärt Soph. Trach. 766 πιείρας δρυός = Fichte; und Eurip. Cycl. 615 δρυὸς ἄσπετον ἔρνος = Oelbaum. – Redensart δρῠν φέρειν διὰ τῆς ἀγορᾶς, einen Baumzweig tragen, was die Freigelassenen bei den Panathenäen thun mußten, B. A. p. 242. – Auf Menschen übertr., wie alter Knast (vgl. γεράνδρυον), ein alter Mensch, Myrin. 2 (VI, 254); vgl. Artemid. 2, 25 – Bei Hesiod. O. 436 ist das υ in δρυός lang, δρυὸς ἔλυμα Versanfang.
-
11 πέτρα
A rock; freq. of cliffs, ledges, etc. by the sea,λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη Od.3.293
, cf. 4.501, etc.; χῶρος λεῖος πετράων free from rocks, of a beach, 5.443 ;π. ἠλίβατος.. ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Il.15.618
, etc.; χοιρὰς π. Pi.P.10.52; also, rocky peak or ridge, αἰγίλιψ π. Il.9.15, etc.;ἠλίβατος 16.35
, etc.; λιττὰς π. Corinn.Supp.1.30, cf.A.Supp. 796 (lyr.); π. Λενκάς, 'ωλενίη, etc., Od.24.11, Il.11.757, etc.; π. σύνδρομοι, Συμπληγάδες, Pi.P.4.209, E.Med. 1264(lyr.); πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, of Caucasus, A.Pr.4, cf. 31, 56, al.; π. Δελφίς, π. δίλοφος, of Parnassus, S.OT 464(lyr.), Ant. 1126(lyr.);π. Κωρυκίς A.Eu.22
; π. Κεκροπία, of the Acropolis, E. Ion 936.2 π. γλαφυρή a hollow rock, i.e. a cave, Il.2.88, cf. 4.107; σπέος κοιλῇ ὑπὸ π. Hes. Th. 301; δίστομος π. cave in the rock with a double entrance, S.Ph.16, cf. 937; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Pl.Criti. 116b;π. ἀντρώδης X.An.4.3.11
;τόπος κύκλῳ πέτραις περιεχόμενος IG42(1).122.21
(Epid.); ἕως τῆς π. down to virgin rock, PCair.Zen.172.14 (iii B.C.), OGI672 (Egypt, i A. D.), cf. Ev.Matt.16.18.3 mass of rock or boulder, Od.9.243, 484, Hes.Th. 675 ;πέτρας κυλινδομένα φλόξ Pi.P.1.23
;ἐκυλίνδουν πέτρας X.An.4.2.20
, cf. Plb.3.53.4.4 stone as material, π. λαρτία, Τηΐα, SIG581.97 (Crete, iii/ii B. C.), 996.13 (Smyrna, i A. D.): distd. from πέτρος (q. v.), which is v.l. in X.l.c.; πέτρᾳ shd. be read in S.Ph. 272 ; the distn. is minimized by Gal.12.194.II prov., οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, etc. (v. δρῦς); as a symbol of firmness,ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε π. ἔμπεδον Od.17.463
; of hard-heartedness,ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;ἁλίαν π. ἢ κῦμα λιταῖς ὢς ἱκετεύων E.Andr. 537
(anap.); cf.πέτρος 1.2
. (Written πε-τε-ρα in a text with musical accompaniment, Pae.Delph.5.) -
12 πετρα
эп.-ион. πέτρη ἥ1) скала, утес(αἰγίλιψ, ἠλίβατος Hom.)
ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. — сделанный из камня, т.е. жестокосердый;δίλοφος π. Soph. — двуглавая скала, т.е. Парнас(с);π. γλαφυρή Hom. — выдолбленная скала, пещера в скале;δίστομος π. Soph. (досл. — двуустая скала) пещера с двумя выходами2) каменная глыба(κυλινδεῖν πέτρας Xen.)
-
13 ριπτω
(impf. ἔρριπτον - эп. iter. ῥίπτασκον и ῥίπτεσκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρριψα, pf. ἔρρῑφα; pass.: fut. ῥιφθήσομαι и ῥῐφήσομαι, fut. 3 ἐρρίψομαι, aor. ἐρρίφθην и ἐρ(ρ)ίφην с ῐ, pf. ἔρριμμαι и ῥέριμμαι; adj. verb. ῥιπτός) и ῥιπτέω (только praes. и impf. ἐρρίπτεον)1) бросать, метать, кидать(δίσκον Hom.; κεραυνόν Pind.; ῥ. τί τινος Eur., ἐπί τινι Aesch. и ἐπί τινα Luc.)
ἔρριπται ὅ βόλος Her. — невод заброшен;ἐρριμμένος καὴ μεθύων Polyb. — валяющийся пьяным;ῥ. τὸν κλῆρον Plat. — бросать жребий;τραχεῖς λόγους ῥ. Aesch. — бросать оскорбительные слова;λόγοι μάτην ῥιφέντες Eur. — впустую сказанные слова;ῥ. τινὰ ἐς τὸ δυστυχές Aesch. — ввергать кого-л. в несчастье;ῥ. ἀράς τινι Eur. — бросать проклятия кому-л.;ῥ. κίνδυνον Eur. — идти на риск;ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. — ты подвергаешь себя риску войны против аргивян;ῥ. αὑτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους Plut. — принять рискованное решение2) извергать, удалять, изгонять(τινὰ ἐκ γῆς Soph.)
ἐκ χθονὸς ῥίψων ἑαυτόν Soph. — добровольно отправившийся в изгнание3) сбрасывать, сталкивать, свергать(ἀπὸ πύργου τινά Hom.; τινὰ εἰς τὸν Τάρταρον Plat.; τινὰ κατὰ и ἀπὸ πέτρας Eur., Plut.; ῥῖψαι ἑωυτὸν ἐς τέν θάλασσαν Her.)
ῥ. ἑαυτόν Xen. — бросаться в пропасть4) бросать, покидать(ῥ. τινὰ ἔρημον Soph.)
5) отбрасывать прочь(μοχλὸν ἀπὸ ἕο Hom.; τὰ ὅπλα Xen.)
πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων Eur. — распустив (свои) кудри по ветру6) подбрасывать, поднимать(τι ποτὴ νέφεα Hom.)
ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥ. Eur. — воздевать руки к небу7) (sc. ἑαυτόν) бросаться(εἰς θάλασσαν Xen.)
ῥ. ἐπὴ λαιὰ καὴ ἐπὴ δεξιά Anth. — метаться то влево, то вправо;ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς Men. — броситься вниз с высокой скалы -
14 πέτρα
1 rockἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98
] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325. -
15 ᾤα
ᾤα (A), ἡ,A = μηλωτή, sheepskin, Hermipp.57 (anap.), cf. Poll.10.181, Hsch.;στέγασμα, εἴ τι βόλεστε, ἀποπέμψαι ἢ ὤας ἢ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς SIG1259
(Athens, iv B. C.).2 garment of this material, a sort of drawers or apron, used by bathers,περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Theopomp.Com.37
; ᾤαν λούμενος (Bentl. for λουμένῳ)προζώννυται Pherecr.62
; worn at certain sacred rites, Hermipp.53 (anap.).II = ὄα (B).1, border or fringe of a garment, = τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου, Ar. ap. Lex.Mess. p.411 (σὺν τῷ ῑ, but Phot. and Eust. cite (Fr. 228) the same play for ὀαὶ τῶν ἱματίων); τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος LXXPs.132(133).2
, cf. Gal.18(1).776, dub. cj. in Aen.Tact.31.23 (bis);ᾤαν ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου, ἔργον ὑφάντου, ἵνα μὴ ῥαγῇ LXXEx.28.28
, cf. 36.31; Eust. speaks of the χρυσῆ ᾤα of Odysseus, 1828.53.2 generally, edge,ἐς τὰν ἄνω ὠίαν τᾶς πέτρας GDI5075.59
([place name] Crete);ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον Longus 1.4
; τὰν βωίαν (i. e. ϝωίαν) A 24 ([place name] Crete); στεφάνυσι [δέ] ἑκατ' ὤιαν ἐκόσμιον summit, dub. in Corinn.Supp.1.26.—Gramm. vary in spelling,ὄα Poll.7.62
, Hdn.Gr.2.271; ὄα andᾤα Hsch.
;ᾦα Theognost.Can.106
;ὦα Eust.
(v. supr.), quoting Ael.Dion.Fr. 266 (whose lexicon gave both ὄα and ᾦα ) and an anonymous lexicon which gave ὀαὶ ἱματίων (ὀξυτόνως καὶ συνεσταλμένως, = Ar.Fr. 228): SIG1259 (v. supr.) is by a half-educated writer: Eust. considers ᾤα to be [var] contr. from οἰέη or ὀΐα, 877.53, 1828.51.------------------------------------ὤα (B), -
16 προς-ανα-βαίνω
προς-ανα-βαίνω, noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
-
17 πταίω
πταίω, πταίσω, perf. pass. ἔπταισμαι, – 1) trans. anstoßen, machen, daß Etwas fallt, ausgleitet; μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνϑεσιν ποτὶ ψεύδει, Pind. frg. 221; τινὰ τῆς ἐλπίδος, machen, daß Einer seine Hoffnungen aufgiebt, ihn in seinen Hoffnungen täuschen, Hdn. 8, 5, 1; pass. τὰ πταισϑέντα, Fehler, Irrthümer, Luc. Demon. 7. – Gew. 2) intrans., anstoßen, anschlagen; vom Steine, πταίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 3; sprichwörtlich μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίϑον πταίειν, Pol. 31, 19, 5; anrennen, straucheln, fallen, πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ, Aesch. Prom. 928; μὴ πταίσας μογῇς, Ag. 1607; ἦ που πταίων βοᾷ, Soph. Phil. 215; u. in Prosa: Thuc. 4, 18 n. öfter; einen Unfall haben, in Unglück gerathen, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, daß Griechenland nicht im Kampfe mit Mardonius unterliege, Her. 9, 101; μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα, Plat. Theaet. 160 d; fehlen, irren, εὐλαβηϑῶμεν, μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Phil. 45 a; πρὸς ἕρματα, Rep. VIII, 553 a; Ggstz von εὐτυχεῖν, Xen. Cyr. 3, 1, 26; εἰ δέ τι πταίσει Φίλιππος, Dem. 2, 20; ταῠτ' ἐν οἷς ἔπταισεν ἡ πόλις, 18, 286, u. öfter; Folgde; im Ggstz von κατορϑοῠν, Pol. 11, 14, 4; πταίειν τῇ μάχῃ, 17, 14, 13; τοῖς πράγμασι, 1, 10, 1; τοῖς ὅλοις, Alles verlieren, 3, 48, 4, u. öfter; auch vom Exil, τῇ πατρίδι, 1, 12, 7; ὑπό τινος, von Einem vertrieben werden, 5, 93, 2 u. Sp. – Ueber den Zusammenhang mit πίπτω, πτῶσις s. Buttm. Lexil. I p. 295.
-
18 πτήσσω
πτήσσω, aor. I. ἔπτηξα, u. II. ἔπτακον (s. κατα-πτήσσω) perf. ἔπτηχα, selten ἔπτηκα, u. im partic. ep. πεπτηώς in intrans. Bdtg (vgl. ὑποπτήσσω). in Furcht u. Schrecken setzen, πτῆξε ϑυμὸν Ἀχαιῶν, Il. 14, 40; Paul. Sil. ecphras. 1, 26 sagt ζυγὸν πτήσσειν, ein Joch furchtbar machen, machen, daß man es fürchtet; κείμην πεπτηώς, mich furchtsam zusammenduckend, hinkauernd, Od. 14, 354; πεπτηῶτες, 474; πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ ϑρόνον, 22, 362; δείματι πεπτηυῖα, Ap. Rh. 2, 535; ἐπτηχώς, Isocr. 5, 58; so intrans. brauchen Andere auch die übrigen tempp., ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥρωες, sich fürchten, Pind. P. 4, 57; πτήξας δέμας παρεῖχε, Aesch. Pers. 205; ἀπειλὰς πτήξας, sich vor den Drohungen fürchtend, Prom. 174, wie sp. D., Archi. 27 ( Plan. 94); πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε, Eur. Suppl. 281; so auch ἔπτηξα ϑυμόν, in der Seele, Soph. O. C. 1465; σιγῇ πτήξειαν ἄφωνοι, Ai. 171; οὐκέτι φόβῳ πτήσσω, Eur. Bacch. 1034; βωμὸν ἔπτηξ' ὕπο, Herc. Fur. 974, wie ἐν μυχοῖς πέτρας πτήξαντες, Cycl. 407, εἰς ἕνα χῶρον, Ar. Lys. 770, u. öfter; ἐάν τε κακῶς πάσχων πτήξῃ, Plat. Conv. 184 b; so auch bei Xen., im Ggstz von ἐξυβρίζω Cyr. 3, 1, 26, auch ὅτι οὐχ ὡς φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτοὺς οἴκοι καϑήμενοι, 3, 3. 18; Plut. Thes. 6; Lycurg. 49 vrbdt τοὺς ταῖς δ ανοίαις μὴ πτήξαντας τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον.
-
19 παρ-απαφίσκω
παρ-απαφίσκω (s. ἀπαφίσκω), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηϑῆναι, Il. 14, 360; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
-
20 περι-κρούω
περι-κρούω, rings herum schlagen, herunterschlagen, περικρουσϑεῖσα πέτρας τε καὶ ὄστρεα, wovon Steine und Muscheln rings abgeschlagen sind, Plat. Rep. X, 611 e; περικεκρουμένος ἄνϑρωπος erkl. Phryn. in B. A. p. 60 οὐχ ὁλόκληρος, übertr., von angebrochenen, abgenutzten Gefäßen; aber πέδας τινί, Plut. an vitios. ad intelic. sufficiat 3, ist = Fesseln anlegen, anschmieden. – Auch = ein irdenes Gefäß dadurch, daß man rund herum daran schlägt, prüfen, ob es auch keine Risse hat, übh. prüfen, Plat. Phil. 55 c.
См. также в других словарях:
πετράς — fourth day fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετράς — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30), στην πρώην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σητείας. * * * (I) ἡ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. τετράς. (II) ο, Ν [πέτρα] 1. αυτός που κόβει πέτρες σε λατομείο, ο λατόμος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Πέτρας — Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem acc pl Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρας — πέτρᾱς , πέτρα rock fem acc pl πέτρᾱς , πέτρα rock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek
Πέτρας, μάχη της- — Η τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821 (12 Σεπτεμβρίου 1829). Μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πόλεμου, η Τουρκία διέταξε τον στρατό της, που βρισκόταν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια, να συγκεντρωθεί στη Θράκη για να τον… … Dictionary of Greek
Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σίμωνος Πέτρας, μονή της — Βλ. λ. Άγιον Όρος … Dictionary of Greek
πετρά — πετράς fourth day fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετράσι — πετράς fourth day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek