Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέποιθα

  • 1 πέποιθα

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέποιθα

  • 2 πέποιθα

    πέποιθα s. πείθω.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πέποιθα

  • 3 πέποιθα

    πείθω
    persuade: perf ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > πέποιθα

  • 4 πεποίθασι

    πεποίθᾱσι, πείθω
    persuade: perf ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > πεποίθασι

  • 5 πεποίθασιν

    πεποίθᾱσιν, πείθω
    persuade: perf ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > πεποίθασιν

  • 6 πέποιθ'

    πέποιθα, πείθω
    persuade: perf ind act 1st sg
    πέποιθε, πείθω
    persuade: perf imperat act 2nd sg
    πέποιθε, πείθω
    persuade: perf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > πέποιθ'

  • 7 πείθω

    A persuade, [tense] impf.

    ἔπειθον Il.22.91

    , etc.; [dialect] Ep. and Lyr.

    πεῖθον 16.842

    , B.8.16 : [tense] fut.

    πείσω Il.9.345

    , etc.; [dialect] Ep. inf.

    πεισέμεν 5.252

    : [tense] aor. 1

    ἔπεισα Pi.O.2.80

    , A.Eu.84, Ar.Pl. 304, etc. (Hom. has only opt.

    πείσειε Od.14.123

    ); [dialect] Aeol. part.

    πείσαις Pi.O.3.16

    : [tense] aor. 2

    ἔπῐθον Id.P.3.65

    (poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp. 941, Ar.Pl. 949, Theoc.22.64, used by Hom. only in [dialect] Ep. redupl. forms

    πεπίθωμεν Il.9.112

    ,

    πεπίθοιμι 23.40

    , A.R.3.14,

    πεπῐθεῖν Il.9.184

    , A.R.3.536,

    πεπῐθών Pi.I.4(3).72

    (v. infr.),

    πεπιθοῦσα Il.15.26

    (ind. not in Il. or Od.,

    πέπιθον A.R.1.964

    ,

    πέπιθε h.Ap. 275

    ): [tense] pf.

    πέπεικα Lys. 26.7

    , Is.8.24, Isoc.14.15 :—[voice] Med. and [voice] Pass. [full] πείθομαι, obey, Il.1.79, etc.: [tense] fut. πείσομαι ib. 289, etc.: [tense] aor. 2 ἐπῐθόμην, [dialect] Ep.

    πιθόμην 5.201

    ,

    ἐπίθετο Ar.Nu.73

    ,

    ἐπίθοντο Il.3.260

    , IG22.29.14, redupl.

    πεπίθοντο Orph.Fr. 135

    ; imper.

    πίθεο Pi.P.1.59

    ,

    πιθοῦ S.Ant. 992

    , pl.

    πίθεσθε A.Eu. 794

    ; subj.

    πίθωμαι Il.18.273

    , etc.; opt.

    πιθοίμην 4.93

    , etc. (redupl.

    πεπίθοιτο 10.204

    ); inf.

    πιθέσθαι 7.293

    , etc. (

    πεπιθέσθαι AP14.75

    ); part.

    πιθόμενος S.Ph. 1226

    : [tense] aor. 1 [voice] Med.

    ἐπεισάμην IG12(5).720.5

    (Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: [tense] fut. [voice] Pass.

    πεισθήσομαι S.Ph. 624

    , Pl.Sph. 248e, etc.: [tense] aor. 1

    ἐπείσθην A.Eu. 593

    , S.OT 526, Ar.Nu. 866, X.An.7.7.29 : [tense] pf.

    πέπεισμαι A.Pers. 697

    , E.El. 578, Pl.Prt. 328e; Thess. [tense] pf. inf.

    πεπεῖστειν IG9(2).517.16

    (Larissa, iii B. C.).
    II intr. tenses of [voice] Act., in pass. sense, [tense] pf. 2

    πέποιθα Il.4.325

    , etc. (not freq. in Prose); imper.

    πέπεισθι A.Eu. 599

    codd.; [ per.] 2sg. subj.

    πεποίθῃς Il.1.524

    ; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. πεποίθομεν (for- ωμεν) Od.10.335 ; opt.

    πεποιθοίη Ar.Ach. 940

    : [tense] plpf.

    ἐπεποίθειν Il. 16.171

    ; [ per.] 3pl.

    ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88

    ; [dialect] Ep.

    πεποίθεα Od.4.434

    , 8.181 ; [ per.] 1pl.

    ἐπέπιθμεν Il.2.341

    , 4.159 : Pi. uses [tense] aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl.

    πεπιθών I.4(3).72

    .
    III as if from [full] πῐθέω, Hom. has [tense] fut.

    πῐθήσω Od.21.369

    ( obey): [tense] aor. part.

    πῐθήσας Il.4.398

    ( trust), cf. Hes. Op. 359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch. 618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. [tense] aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also [dialect] Aeol. [full] πίθημι, part.

    πίθεις Alc.Supp. 9.4

    .
    A [voice] Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib. 184 ;

    σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842

    ;

    τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον 9.587

    , cf. Od.7.258, 23.337 ;

    Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78

    : c. acc. pers. et inf., persuade one to.., ib. 223, A.Eu. 724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ .. S.Ph. 901 ; later ἵνα .. Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ.., ὡς ἔστι .., Pl.R. 327c, 364b;

    π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76

    ;

    κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν.. τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68

    ; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg. 453b, etc.; also

    π. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17

    : freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph. 102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC 1298 ;

    δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16

    ; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg. 844e ;

    οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41

    ; πείθοντες, opp. βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch. 232b (but

    π. ἀνάγκῃ D.C.62.16

    , cf. πειθανάγκη): with neut. pron., persuade one to or of a thing,

    τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163

    , cf. A.Pr. 1064 (anap.), Pl.R. 399b, etc.;

    ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag. 1212

    ; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to.., S.OC 1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp. 615.
    2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ;

    τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100

    ;

    ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν 9.112

    , cf. 181, 386, Hes.Sc. 450 ;

    Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80

    , cf. Pl.R. 366a, Ap. 37d : c. dupl. acc.,

    τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27

    .
    2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. ([voice] Pass.,

    χρήμασι πεισθείς Id.1.137

    ): prov.,

    δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr. 272

    ; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20.
    3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84.
    B [voice] Pass. and [voice] Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC 520, El. 1015, E.Fr. 440 ; but πιθοῦ comply, S.OC 1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph. 624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl.Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε .. Th. 2.2 ; ὃ.. ὑμεῖς.. ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170.
    2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ;

    μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d

    : sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers.,

    ἐπείθετο μύθῳ 1.33

    , cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12.
    b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ;

    πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj. 529

    ;

    πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180

    ;

    οὐ.. πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252

    ;

    μύθοις.. πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288

    (anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [ τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.).
    3 c. gen., four times in Hdt.,

    πείθεσθαί τινος 1.126

    , 5.29, 33,6.12, cf. E. IA 726, Th. 7.73 ;

    πείσθητί μευ Herod. 1.66

    ; κείνου.. πιθοίατο vulg. in Il.10.57.
    II πείθεσθαί τινι believe, trust in,

    πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45

    ;

    οἰωνοῖσι Il.12.238

    ;

    τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ 4.408

    ;

    ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79

    ;

    λεγομένοισι Hdt. 2.146

    , etc.: c. acc. et inf., believe that..,

    οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192

    , cf. Hdt. 1.8, etc.: c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : with

    ὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri. 44c

    , cf. R. 391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ;

    πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592

    ; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap. 25e, cf. Phdr. 235b : abs.,

    ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34

    .
    b π. τινὰ ὅπως .. to believe of him, that.., E. Hipp. 1251.
    III [tense] pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, as

    αὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a

    ): c. dat. et inf.,

    οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71

    , cf. Il.13.96, etc.: c. dat.,

    οἷσι.. μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98

    : later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν.. μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to.., A. Th. 530: once in Hdt.,

    χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι 9.88

    : rarely c. acc. et inf.,

    πέποιθα.. τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th. 444

    ;

    εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7

    ; π. εἴς τινας ὅτι .. Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι .. 2 Ep.Cor. 2.3 ;

    ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24

    : abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28.
    IV post-Hom. [tense] pf. [voice] Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat.,

    νεκροῖσι A. Eu. 599

    ;

    ὀνείροις E.Hel. 1190

    , etc.: c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs.,

    νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e

    ; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by.., Plu.Rom. 14 ;

    πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9

    . (Cf. Lat. fido, fides.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πείθω

  • 8 πείθω

    πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αιςα): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)
    1 act.
    a persuade, win over

    Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80

    δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16

    κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28

    ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95

    c. inf.,

    ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65

    c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-

    κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28

    γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37
    b pf., & ep. aor. redupl.
    I c. inf., be persuaded

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103

    II trust in. rely upon c. dat.

    πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64

    καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65

    οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.
    c persuade someone of something, c. dupl. acc.,

    καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52

    2 med., obey c. dat.

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79

    πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3

    θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200

    ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10

    ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12

    ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42.

    Lexicon to Pindar > πείθω

  • 9 πείθω

    πείθω, ipf. ἔπειθον, πεῖθε, fut. inf. πεισέμεν, aor. inf. πεῖσαι, aor. 2 red. πέπιθον, fut. πεπιθήσω, mid. opt. 3 pl. πειθοίατο, ipf. () πείθετο, fut. πείσομαι, aor. 2 () πιθόμην, red. opt. πεπίθοιτο, perf. πέποιθα, subj. πεποίθω, plup. πεποίθει, 1 pl. ἐπέπιθμεν: I. act., make to believe, convince, persuade, prevail upon, τινά, φρένας τινός or τινί, and w. inf.; the persuasion may be for better or for worse, ‘talk over,’ Il. 1.132; ‘mollify,’ Il. 1.100.—II. (1) mid., allow oneself to be prevailed upon, obey, mind; μύθῳ, τινὶ μύθοις, Il. 23.157; τεράεσσι, Il. 4.408; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀίω, ‘wherein methinks many a one will not comply,’ Il. 1.289.— (2) perf., πέποιθα and plup., put trust in, depend upon; τινί, ἀλκί, etc., Od. 10.335, Od. 16.98.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πείθω

  • 10 πείθω

    πείθω (Hom. et al.; ins, pap, LXX, EpArist, Philo, Joseph., Test12Patr) impf. ἔπειθον; fut. πείσω; 1 aor. ἔπεισα, impv. πεῖσον; 1 pf. 3 sg. πέπεικε(ν) (Just., D. 53, 5; 58, 2); 2 pf. πέποιθα; plpf. ἐπεποίθειν Lk 11:22 and ἐπεποίθησα Job 31:24 (cp. Judg 9:26 A; Zech 3:3). Mid. and pass. impf. ἐπειθόμην. Pass.: 1 fut. πεισθήσομαι; 1 aor. ἐπείσθην; pf. πέπεισμαι; plpf. 1 pl. (ἐ)πεπείσμεθα (Ath. 31, 2).
    act., except for 2 perf. and plpf.: to cause to come to a particular point of view or course of action.
    convince w. acc. of pers. (X., Mem. 1, 2, 45 al.) ISm 5:1. ἔπειθεν Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας he tried to convince Jews and Gentiles Ac 18:4. πείθων αὐτοὺς περὶ τοῦ Ἰησοῦ trying to convince them about Jesus 28:23 (π. τινὰ περί τινος as Jos., C. Ap. 2, 153). Without acc. πείθων περὶ τῆς βασιλείας 19:8 v.l. With acc. of thing τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ 28:23 v.l. and τῆς βασιλείας 19:8 (on acc. of thing cp. Hdt. 1, 163; Pla., Apol. 27, 37a). Abs. (Jos., Vi. 19) πείθων, οὐ βιαζόμενος convincing, not compelling Dg 7:4.—Also of convincing someone of the correctness of the objectionable teachings, almost= mislead (Ps.-Clem., Hom. 1, 22) Ac 19:26. τινά τινι someone with someth. Hs 8, 6, 5.
    persuade, appeal to, also in an unfavorable sense cajole, mislead (so TestDan 1:8; ApcMos 21; Jos., C. Ap. 2, 201) τινά someone ἀνθρώπους (Ael. Aristid. 34, 19 K.=50 p. 552 D.) 2 Cor 5:11; perh. also Gal 1:10 (but s. c below). Cp. MPol 3:1; 8:2, 3. τινά w. inf. foll. (X., An. 1, 3, 19; Polyb. 4, 64, 2; Diod S 12, 39, 2; 17, 15, 5; Herodian 2, 4, 2; Jos., Ant. 8, 256; Just., A II 2, 10, D. 112, 3; Tat. 21, 3) Ac 13:43; MPol 4; 5:1. ἔπειθεν (sc. αὐτὸν) ἀρνεῖσθαι he tried to induce him to deny 9:2. Perh. this is the place for the textually uncertain pass. Ac 26:28 ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν ποιῆσαι you lose no time trying to make me play the Christian (cp. the tr. in Beginn. IV 322, w. reff. to 3 Km 20:7 and patristic authors cited in Soph., Lex. s.v. ποιέω 3; s. also Lampe s.v. ποιέω C). Because of apparent misunderstanding of the idiom, this wording is simplified in a widespread v.l. in which ποιῆσαι is replaced with γενέσθαι in a short time you are persuading (or trying to persuade) me to become a Christian (cp. Jos., Vi. 151 πρὸς ὀλίγον ἐπείθοντο=‘they were nearly persuaded’), prob. meant ironically. Bauer considered it prob. that the rdg. of the text be understood as a combination of the two expressions ‘in a short time you are persuading me to become a Christian’ and ‘in a short time you will make me a Christian’, so that the sense is someth. like you are in a hurry to persuade me and make a Christian of me (so Goodsp, Probs. 137f [but it is not clear whether “make” here is to be understood in the sense ‘play the part of’]. S. the lit. s.v. ὀλίγος 2bβ and under 3a below, also AFridrichsen, SymbOsl 14, ’35, 49–52, ConNeot 3, ’39, 13–16 [w. ref. to X., Mem. 1, 2, 49; cp. PBenoit, RB 53, ’46, 303]; DHesseling, Neophilol 20, ’37, 129–34; JHarry, ATR 28, ’46, 135 f; EHaenchen ad loc.). Instead of the inf. we have ἵνα (Plut., Mor. 181a πείθωμεν ἵνα μείνῃ) Mt 27:20 (B-D-F §392, 1e; Rob. 993).
    win over, strive to please (X., Cyr. 6, 1, 34; 2 Macc 4:45) Ac 12:20. τοὺς ὄχλους 14:19. So perh. also Gal 1:10 (s. b above.—π. τὸν θεόν=persuade God: Jos., Ant. 4, 123; 8, 256; Ps.-Clem., Hom. 3, 64).—BDodd, NTS 42, ’96, 90–104.
    conciliate, pacify, set at ease/rest (Hom. et al.) τὸν δῆμον (cp. X., Hell. 1, 7, 7 τοιαῦτα λέγοντες ἔπειθον τὸν δῆμον) MPol 10:2. τὴν καρδίαν (v.l. τὰ καρδία) ἡμῶν 1J 3:19 (but the text is not in good order). Conciliate, satisfy Mt 28:14 (unless π. ἀργυρίῳ bribe is meant: schol. on Pla. 18b; 2 Macc 10:20; Jos., Ant. 14, 281; 490).
    The 2 pf. (w. plpf.) has pres. mng. (B-D-F §341; Rob. 881), to be so convinced that one puts confidence in someth.
    depend on, trust in w. dat. of pers. or thing (Hom. et al.; 4 Km 18:20; Pr 14:16; 28:26; Sir 32:24; Wsd 14:29; Is 28:17) τίνι θεῷ (in) which God Dg 1 (here πέπ. w. dat. almost = believe in, a sense which πέπ. also approximates in the LXX; cp. Jos., Ant. 7, 122). τοῖς δεσμοῖς μου Phil 1:14. τῇ ὑπακοῆ σου Phlm 21. ἐπί τινι (in) someone or someth. (PSI 646, 3 ἐπὶ σοὶ πεποιθώς; LXX; SibOr 3, 545; Syntipas p. 52, 5; Just., D. 8, 2) Mt 27:43 v.l.; Mk 10:24 v.l.; Lk 11:22; 2 Cor 1:9; Hb 2:13 (Is 8:17); B 9:4; ἐπʼ ἐλπίδι 1 Cl 57:7; w. ὅτι foll. (Syntipas p. 32, 6; 35, 7) Lk 18:9. ἐπί τινα (Ps 117:8; Acta Christophori [ed. HUsener 1886] 68, 10) Mt 27:43; 1 Cl 60:1, cp. 58:1; Hm 9:6; Hs 9, 18, 5; w. ὅτι foll. 2 Cor 2:3; 2 Th 3:4. ἔν τινι (Jdth 2:5) (in) someone or someth. Phil 3:3f; w. ὅτι foll. 2:24. εἴς τινα (Wsd 16:24 v.l.) w. ὅτι foll. Gal 5:10.
    be convinced, be sure, certain foll. by acc. and inf. Ro 2:19. W. ὅτι foll. Hb 13:18 v.l. πεποιθὼς αὐτὸ τοῦτο ὅτι being sure of this very thing, that Phil 1:6. τοῦτο πεποιθὼς οἶδα ὅτι convinced of this, I know that 1:25. εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι if anyone is convinced within of belonging to Christ 2 Cor 10:7 (cp. BGU 1141, 17 [14 B.C.] πέποιθα γὰρ ἐμαυτῷ).
    pass. and mid., except for the pf.: to be won over as the result of persuasion.
    be persuaded, believe abs. (Pr 26:25) Lk 16:31; Ac 17:4; Hb 11:13 v.l. μὴ πειθομένου αὐτοῦ since he would not be persuaded Ac 21:14. πεισθεὶς ὑπὸ τῆς γυναικὸς τοῦ Νάβαλ AcPl Ha 6, 23. W. dat. of the thing by which one is persuaded (opp. ἀπιστεῖν; τοῖς γραώδεσι μύθοις Iren. 1, 16, 3 [Harv. I 162, 8]) τοῖς λεγομένοις (Hdt. 2, 146, 1; Jos., Bell. 7, 415) Ac 28:24. πείθομαι I believe w. ὅτι foll. Hb 13:18; Hs 8, 11, 2. Ac 26:28 v.l. (s. 1b above), construed w. inf. ἐν ὀλίγῳ με πείθῃ Χριστιανὸν ποιῆσαι in too short a time you believe you are making a Christian of me (so Bachmann, Blass). οὐ πείθομαι w. acc. and inf. I cannot believe Ac 26:26.
    obey, follow w. dat. of pers. or thing (Hom. et al.; Diod S 4, 31, 5 τῷ χρησμῷ=the oracle; Maximus Tyr. 23, 2d τῷ θεῷ; 36, 6g τ. νόμῳ τοῦ Διός; Appian, Iber. 19 §73 θεῶ; pap; 4 Macc 10:13; 15:10; 18:1; Just., D. 9, 1; Mel., P. 93, 705; π. θεῷ Did., Gen. 225, 17; τῇ ἀδικίᾳ Theoph. Ant. 1, 14 [p. 92, 5]) Ro 2:8 (opp. ἀπειθεῖν, as Himerius, Or. 69 [=Or. 22], 7); Gal 3:1 v.l.; 5:7; Hb 13:17; Js 3:3; 2 Cl 17:5; Dg 5:10; IRo 7:2ab; Hm 12, 3, 3.
    Some passages stand betw. a and b and permit either transl., w. dat. be persuaded by someone, take someone’s advice or obey, follow someone Ac 5:36f, 39; 23:21; 27:11 (objection of a passenger, to which the crew paid no attention and suffered harm as a result: Chion, Ep. 4, 1 οἳ δʼ οὐκ ἐπείθοντο. Of relation between heretical leaders and their adherents Iren. 3, 12, 5 [Harv. II 58, 10]).
    perf. pass. πέπεισμαι to attain certainty in ref. to something, be convinced, certain (Pla.+; pap, LXX) πεπεισμένος τοῦτο convinced of this B 1:4. πέπεισμαί τι περί τινος be convinced of someth. concerning someone Hb 6:9. περί τινος be sure of a thing IPol 2:3. Foll. by acc. and inf. (Diod S 12, 20, 2 πεπεῖσθαι θεοὺς εἶναι; PPetr II, 11, 4 [III B.C.]; EpArist 5; Just., D. 58, 2; Mel., HE 4, 26, 11; Ath. 36, 1f) Lk 20:6. W. περί τινος and acc. w. inf.: περὶ ὧν πέπεισμαι ὑμᾶς οὕτως ἔχειν concerning this I am certain that it is so with you ITr 3:2. W. ὅτι foll. (X., Oec. 15, 8; Just., D. 65, 2; Tat., 20, 2) Ro 8:38; 14:14 (w. οἶδα); 2 Ti 1:5, 12 (cp. w. ὡ foll. Did., Gen. 131, 8); Pol 9:2. πέπεισμαι περὶ ὑμῶν ὅτι Ro 15:14.—B. 1206; 1339. DELG s.v. πείθομαι. M-M. EDNT. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πείθω

  • 11 ἀμφότερος

    ἀμφότερος (-οι, -οις: -α, -ας; -ᾶν, -αις: -ον; -ων, -οιςι), )
    1 adj.
    a both

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι P. 2.47

    καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124

    καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί.) N. 6.2 ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (καὶ ἀριστερᾶς καὶ δεξιᾶς. Σ.) N. 7.94 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (Boeckh e Σ: ἀμφοτέρων, -οις codd.: i. e. songs for both Thebe and Delos.) I. 1.6
    2 pro subs.
    a masc., fem.

    ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν O. 9.84

    ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (i. e. to both sides, slanderers and slandered) P. 2.76 παρ' ἀμφοτέροις (Peleus and Kadmos) P. 3.93 πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (Lakedaimon and Thessaly) P. 10.2
    3 ἀμφότερα pro adv., both

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμακαὶ δύναμιν κυριώτερον δαιδαλωσέμεν O. 1.104

    4 ἀμφότερον τε καί, bothandποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαιO. 6.17

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπαναῖς τε καὶ πόνοις I. 1.42

    Lexicon to Pindar > ἀμφότερος

  • 12 γε

    γε a particle used to emphasise particular words, which it may either directly precede, esp. if a word group is emphasised, or follow.
    a emphasising subs., pron., simm.
    I subs.

    ὀρειᾶν γε Πελειάδων N. 2.11

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός ( τὸν coni. Heimsoeth) I. 8.10

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 4.28

    Ἀπόλλωνί γ [ Pae. 7.5

    ]Ζηνί γε fr. 60a. 5.

    ἀέθλων γ' ἕνεκεν O. 1.99

    ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ] ογοι τῶν γε δε[ (Π̆{S}: τε Π.) Pae. 6.175
    II demonstratives. πέποιθα δὲ ξένον μή τιν

    δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105

    τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.20

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    κείνου γε κατὰ κλέος P. 4.125

    κεῖνον γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10

    τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2.
    III verbal subs.

    ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37

    τό γ' ἐν ξυνᾥ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93

    νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    IV pers. pron. σέ γ' ἐπαρκέσαι (Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) N. 6.60 σέο γ' ἕκατι (codd.: γ del. Bergk, edd.: “contra poetae usum” Schr.) I. 5.2
    b emphasising adj.

    ἑκατόν γ' ἐτέων O. 2.93

    κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Pae. 6.123

    c emphasising adv.

    νῦν γε P. 4.290

    τό γέ νυν P. 11.44

    οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσον εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.4

    d emphasising πρίν clause.

    πολλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65

    Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28

    [
    e dub. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν γε (v. l. δὲ, edd.) O. 3.43 γ varie e † γόνος coni. edd. O. 9.76 τό γε μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (codd., Theon: δὲ Tricl., edd.) P. 12.30]
    f combined with other particles.
    V ἤτοι γε v. supra a.

    α. O. 2.30

    η. f. ἦ μὰν γε v. supra b. N. 8.28

    Lexicon to Pindar > γε

  • 13 δέ

    δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)
    1 adversative.
    a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)

    ἰδοῖσα δ O. 2.41

    λείφθη δὲ O. 2.43

    μαθόντες δὲ O. 2.87

    κρύψε δὲ O. 6.31

    μαντεύσατο δ O. 7.32

    ἔστι δὲ O. 8.77

    φέροις δὲ O. 9.41

    ἕπεται δ O. 13.47

    ἐξίει δ *P. 1.91

    χρὴ δὲ P. 2.34

    , P. 2.88

    φέρειν δ P. 2.93

    ἁδόντα δ P. 2.96

    πεύθομαι δP. 4.38

    κλέπτων δὲ P. 4.96

    ἐσσὶ δ P. 4.269

    φαντὶ δ P. 4.287

    λῦσε δὲ P. 4.291

    εἰμὶ δ P. 8.29

    ἔλπομαι δ P. 11.55

    πειρῶντι δὲ P. 10.67

    ἐλᾷ δὲ N. 3.74

    ἔστι δ N. 3.80

    διείργει δὲ N. 6.2

    εἴργει δὲ *N. 7.6

    τυχεῖν δ N. 7.55

    χρὴ δ' Pae. 2.56

    θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.

    Χάρις δ O. 1.30

    ἁμέραι δ O. 1.33

    αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10

    λάθα δὲ O. 2.18

    πένθος δὲ O. 2.23

    ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11

    τεθμὸς δὲ O. 8.25

    Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91

    νεῖκος δὲ O. 10.39

    ἀστῶν δ P. 1.84

    ἀμφοτέροισι δ P. 1.99

    ἑτέροισι δὲ P. 2.52

    στάθμας δὲ *P. 2.90

    αἰὼν δ P. 3.86

    παυροῖς δὲ P. 3.115

    Μοῖραι δ P. 4.145

    πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14

    βία δὲ P. 8.15

    δαίμων δὲ P. 8.76

    βαιὰ δ P. 9.77

    πατὴρ δὲ P. 9.11

    ναυσὶ δ P. 10.29

    φθονεροὶ δ P. 11.54

    φθονερὰ δ N. 4.39

    ἄλλοισι δ N. 4.91

    τιμὰ δὲ N. 7.31

    ἐλπίδες δ N. 11.22

    κερδέων δὲ N. 11.47

    πάντα δ I. 1.60

    αἰὼν δὲ I. 3.17

    δαίμων δ I. 7.43

    ματρὸς δὲ Pae. 2.29

    κέντρον δὲ fr. 180. 3.

    ἴσαις δὲ O. 2.61

    ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23

    ἀκίνδυνοι δ O. 6.9

    ἄλλα δ O. 8.12

    τερπνὸν δ O. 8.53

    ἄγνωμον δὲ O. 8.60

    κεῖνα δὲ O. 8.62

    εὐανθέα δ P. 2.62

    ἀδύνατα δ P. 2.81

    σὸν δἄνθοςP. 4.158

    πότνια δ P. 4.213

    εὐδαίμων δὲ P. 10.22

    μυριᾶν δ *N. 3.42

    ἑκόντι δ N. 6.57

    πὰν δὲ N. 10.29

    ἀρχαῖαι δ N. 11.37

    Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29

    ἰατὰ δ I. 8.15

    ματαίων δὲ Pae. 4.34

    ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.

    ὡς δ O. 1.46

    εἰ δὲ O. 1.64

    , O. 1.108

    ὅσοι δ O. 2.68

    εἰ δ O. 3.42

    ὅσσα δὲ P. 1.13

    εἰ δὲ P. 3.63

    , P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28

    τῶν δ P. 10.61

    εἰ δὲ P. 12.28

    , N. 3.19

    ὃς δὲ N. 3.41

    εἰ δ N. 5.19

    , N. 5.50

    ὃς δ I. 1.50

    εἰ δέ τις I. 1.67

    ἐμοὶ δ O. 1.52

    τὶν δ O. 10.93

    ἐγὼ δὲ O. 10.97

    , O. 13.49

    ἐμὲ δ O. 13.93

    , P. 2.52

    τὶν δὲ P. 3.84

    τὺ δ P. 8.61

    ἐμοὶ δὲ P. 10.48

    ἐγὼ δ N. 1.33

    ἐμοὶ δ N. 4.41

    ἐγὼ δὲ N. 7.20

    ἐγὼ δ N. 8.38

    σεῦ δ *N. 8.46

    ἐγὼ δὲ I. 1.32

    ἄμμι δ I. 1.52

    τὶν δ I. 5.17

    ἐμοὶ δὲ I. 6.56

    ἄμμι δ I. 7.49

    ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.

    τοὶ δ O. 6.52

    τὸν δ O. 13.92

    τῶν δP. 4.41

    τὸν δ P. 4.101

    τὸ δ P. 7.18

    ὁ δὲ P. 8.48

    τὸ δὲP. 8.51

    τά δ P. 8.76

    P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.

    τὸ δ O. 1.99

    τῶν δ O. 2.15

    τῶν δὲ *O. 12.9

    τὸν δὲ P. 1.95

    ὁ δὲ P. 2.73

    τὰν δ *P. 3.62

    τὸ δ P. 5.72

    , P. 8.32

    ὁ δὲ P. 8.88

    τὸ δὲ N. 6.55

    N. 7.102

    ὁ δ N. 9.24

    τὸ δ N. 11.43

    , I. 5.19

    ὁ δ I. 7.39

    ἐς δ O. 2.85

    σὺν δὲ. O. 6.98

    ἀμφὶ δὲ O. 7.24

    ἐν δὲ O. 7.94

    ποτὶ δ P. 2.84

    ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δ P. 8.92

    σὺν δὲ N. 7.6

    ἐν δ I. 5.53

    ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90

    αἰεὶ δ O. 5.15

    ὅμως δὲ O. 10.9

    νῦν δὲ O. 12.17

    ἄλλοτε δ P. 3.103

    εὐθὺς δ N. 1.54

    νῦν δ I. 1.39

    , I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.
    b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.

    μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49

    καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74

    2 progressive, connective.
    a connecting sentences.

    λάμπει δὲ O. 1.23

    ἔστι δ O. 1.35

    ἔχει δ O. 1.59

    ἕλεν δ O. 1.88

    πέποιθα δὲ O. 1.103

    ἕπεται δὲ O. 2.22

    φιλεῖ δὲ O. 2.26

    φύονται δὲ O. 4.25

    ἵκων δὲ O. 5.9

    ἀρχομένου δ O. 6.3

    ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61

    ἵκοντο δ O. 6.64

    τιμῶντες δ O. 6.72

    εἶπον δὲ O. 6.93

    τεῦξαν δ O. 7.48

    μνασθέντι δ O. 7.61

    ἐκέλευσεν δ O. 7.64

    τελεύταθεν δὲ O. 7.68

    κέκληνται δὲ O. 7.76

    ἄνεται δὲ O. 8.8

    ἦν δὲ O. 8.19

    κατακρύπτει δὲ O. 8.79

    θάλλει δ O. 9.16

    ἀείδετο δὲ O. 10.76

    χλιδῶσα δὲ O. 10.84

    τρέφοντι δ O. 10.95

    ἔστι δ O. 11.2

    ἐθέλοντι δ O. 13.9

    δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29

    νοῆσαι δὲ O. 13.48

    φώνασε δ O. 13.67

    εὕδει δ P. 1.6

    φαντὶ δὲ P. 1.52

    θέλοντι δὲ P. 1.62

    ἔσχον δ P. 1.65

    ἔμαθε δὲ P. 2.25

    καιομένα δ P. 3.44

    εἶπε δ P. 4.11

    ἔπταξαν δ P. 4.57

    ἧλθε δέ οἱ P. 4.73

    τάφε δ P. 4.95

    δύνασαι δP. 4.158 μεμάντευμαι δP. 4.163

    πέμψε δ P. 4.178

    ἔειπεν δ P. 4.229

    κτίσεν δ P. 5.89

    ἄγοντι δὲ P. 7.13

    αὔξων δὲ *P. 8.38

    ῥαίνων δὲ P. 8.57

    ὑπέδεκτο δ P. 9.9

    γεύεται δ P. 9.35

    ἔστι δ N. 2.10

    ἄρχε δ N. 3.10

    δάμασε δὲ N. 3.23

    ἕπεται δὲ N. 3.29

    λεγόμενον δὲ N. 3.52

    νύμφευσε δ N. 3.56

    φρονεῖν δ N. 3.75

    δέξαιτο δ N. 4.11

    χαίρω δ N. 5.46

    χρὴ δ N. 5.49

    πέταται δ N. 6.48

    ἀναπνέομεν δ N. 7.5

    πέσε δ N. 7.31

    ἐὼν δ N. 7.64

    μαθὼν δὲ N. 7.68

    δύνασαι δὲ N. 7.96

    ἔβλαστεν δ N. 8.7

    αὔξεται δ N. 8.40

    χαίρω δὲ N. 8.48

    ἔστι δ N. 9.6

    ἔστι δὲ N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ N. 10.25

    ἕπεται δὲ N. 10.37

    μεταμειβόμενοι δ N. 10.55

    λάμπει δὲ I. 1.22

    ἔστιν δ I. 4.31

    κρίνεται δ I. 5.11

    κλέονται δ I. 5.27

    τετείχισται δὲ I. 5.44

    φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    φλέγεται δὲ I. 7.23

    ἔτλαν δὲ I. 7.37

    παυσάμενοι δ *I. 8.7

    χρὴ δὲ I. 8.15

    εἶπε δ I. 8.31

    ἰόντων δ I. 8.41

    ἔραται δέ Pae. 6.58

    ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.

    ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82

    ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.

    κατακρίθης δὲ Pae. 16.5

    λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56

    ἄνθεμα δὲ O. 2.72

    Μοῖσα δ O. 3.4

    ξείνων δ O. 4.4

    χεῖρες δὲ O. 4.25

    βασιλεὺς δ O. 6.47

    Οὐρανὸς δ O. 7.38

    Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48

    πατρὶ δὲ O. 8.70

    λαοὶ δ O. 9.46

    κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53

    τόλμα δὲ O. 9.82

    φῶτας δ O. 9.91

    μία δ O. 9.106

    ἀρχαῖς δὲ O. 10.78

    πολλὰ δ O. 12.10

    πατρὸς δὲ O. 13.35

    κῆλα δὲ P. 1.12

    κίων δ P. 1.19

    στρωμνὰ δὲ P. 1.28

    ἄνδρα δ P. 1.42

    χάρμα δ P. 1.59

    ἄλλοις δέ P. 2.13

    θεῶν δ P. 2.21

    εὐναὶ δὲ P. 2.35

    βουλαὶ δὲ P. 2.65

    ψευδέων δ P. 3.29

    δαίμων δ P. 3.34

    βάματι δ P. 3.43

    Διὸς δ P. 3.95

    ἐσθὰς δ P. 4.79

    φὴρ δέ P. 4.119

    δράκοντος δὲ P. 4.244

    πολλοῖσι δ P. 4.248

    θεράπων δέ οἱ P. 4.287

    σοφοὶ δέ τοι P. 5.12

    νόῳ δὲ P. 6.47

    Μεγάροις δ P. 8.78

    φόβῳ δP. 9.32

    θαλάμῳ δὲ P. 9.68

    ἀρεταὶ δ P. 9.76

    πατρὸς δ P. 10.2

    ἅρμα δ N. 1.7

    ἀρχαὶ δὲ N. 1.8

    Ἀχάρναι δὲ N. 2.16

    διψῇ δὲ N. 3.6

    Λαομέδοντα δ N. 3.36

    σώματα δ N. 3.47

    βοὰ δὲ N. 3.67

    ῥῆμα δ N. 4.6

    ἴυγγι δ N. 4.35

    Θεανδρίδαισι δ N. 4.73

    ὕμνος δὲ N. 4.83

    πότμος δὲ N. 5.40

    ἔργοις δὲ N. 7.14

    σοφοὶ δὲ N. 7.20

    σοφία δὲ N. 7.23

    φυᾷ δ N. 7.54

    Διὸς δὲ N. 7.80

    βασιλῆα δὲ N. 7.82

    παίδων δὲ παῖδες N. 7.100

    χρεῖαι δ N. 8.42

    ἀρχοὶ δὲ N. 9.14

    Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22

    παῦροι δὲ N. 9.37

    ἡσυχία δὲ N. 9.48

    Σικυωνόθε δ N. 10.43

    Κάστορος δ N. 10.49

    παῦροι δN. 10.78

    Ζεὺς δ N. 10.79

    λύρα δὲ N. 11.7

    ἄνδρα δ N. 11.11

    προμαθείας δ N. 11.46

    μελέταν δ I. 5.28

    Λάμπων δὲ I. 6.66

    γλῶσσα δ I. 6.72

    ἐπέων δὲ I. 8.46

    Αἰολίδαν δὲ fr. 5.

    Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68

    τέρας δ Pae. 4.39

    ἤτορι δὲ Pae. 6.12

    Ἰλίου δὲ Pae. 6.81

    ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117

    ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134

    γνώμας δ Pae. 14.39

    Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.

    ἑπτὰ δ O. 6.15

    μελίφθογγοι δ O. 6.21

    κυρίῳ δ O. 6.32

    τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57

    ἁδύλογοι δὲ O. 6.96

    ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100

    ἐμῶν δ O. 6.105

    τοῦτο δ O. 7.25

    πολλαὶ δ O. 8.13

    ἐσλὰ δ O. 8.84

    ὀξείας δὲ O. 8.85

    πτερόεντα δ O. 9.11

    ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28

    ἄλλαι δὲ O. 9.86

    ταύτᾳ δὲ O. 10.51

    ἀφθόνητος δ O. 11.7

    ἄμαχον δὲ O. 13.13

    δύο δ O. 13.32

    κελαινῶπιν δ P. 1.7

    ναυσιφορήτοις δ P. 1.33

    ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86

    εὐανθεῖ δ P. 1.89

    πολλὰν δ P. 3.36

    αἴθων δὲ P. 3.58

    εἴκοσι δ P. 4.104

    Κρονίδᾳ δὲP. 4.115 τρίταισιν δP. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179

    χαλκέαις δ P. 4.226

    ὀρθὰς δ P. 4.227

    μεγάλαν δ P. 5.98

    γλυκεῖα δὲ P. 6.82

    νέᾳ δ P. 7.18

    τέτρασι δ P. 8.81

    ὠκεῖα δ P. 9.67

    χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109

    Ἰσμήνιον δ P. 11.6

    κακολόγοι δὲ P. 11.28

    ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54

    μεγάλων δ N. 1.11

    ἁδυμελεῖ δ N. 2.25

    χαρίεντα δ N. 3.12

    καματωδέων δὲ *N. 3.17

    ποτίφορον δὲ N. 3.31

    συγγενεῖ δέ N. 3.40

    ξανθὸς δ N. 3.43

    κραγέται δὲ N. 3.82

    τυφλὸν δ N. 7.23

    ποτίφορος δ N. 7.63

    ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4

    μέγιστον δ N. 8.25

    χρυσέων δ N. 8.27

    κενεᾶν δ N. 8.45

    θεσπεσία δ *N. 9.7

    κρέσσων δὲ N. 9.15

    ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51

    ὕπατον δ N. 10.32

    λαιψηροῖς δὲ N. 10.63

    τόνδε δN. 10.80

    ἀπροσίκτων δ N. 11.48

    μυρίαι δ I. 6.22

    ἁδεῖα δ I. 6.50

    ἀμνάμονες δὲ I. 7.17

    θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.

    εἰ δὲ O. 2.56

    , O. 6.77, O. 8.54

    οἷον δ O. 9.89

    εἰ δὲ O. 11.2

    , O. 13.105, P. 3.110

    ὅσσα δὲ N. 2.17

    εἰ δ N. 4.13

    , N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22

    τὰ δ N. 4.91

    οἷοι δ I. 9.6

    εἰ δέ τις Pae. 2.31

    οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.

    ἐμὲ δὲ O. 1.100

    τὶν δὲ O. 5.7

    ὔμμιν δὲ O. 13.14

    τὺ δὲ P. 2.57

    τὶν δὲ P. 4.275

    σὲ δ P. 5.14

    σεῦ δ N. 1.26

    ἐγὼ δὲ N. 3.11

    τὺ δ N. 5.41

    ἐγὼ δ I. 6.16

    τὺ δέ I. 7.31

    τὶν δὲ Pae. 3.13

    ἐμοὶ δ' Pae. 4.52

    ὁ δ O. 7.10

    τὰ δ O. 13.101

    O. 13.106

    δὲ P. 1.8

    οἱ δ P. 4.133

    τῶν δ P. 4.277

    τὸν δὲ P. 9.38

    ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδP. 9.62

    τὰ δ N. 9.42

    τοὶ δ N. 10.66

    , I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.

    τὸ δὲ O. 1.93

    , O. 2.51

    αἱ δὲ O. 7.30

    τὸ δὲ O. 10.55

    ὁ δὲ P. 1.35

    τὸ δὲ P. 1.99

    τὸν δὲ P. 2.40

    P. 3.108

    ἁ δὲ P. 3.114

    τὸν δὲ P. 4.184

    ὁ δ P. 5.60

    τὸ δ P. 5.85

    ὁ δὲ P. 9.78

    τῶν δ P. 10.19

    αἱ δὲ N. 4.2

    ὁ δὲ N. 7.67

    τὸ δὲ I. 7.47

    τὰ]ν δὲ Pae. 1.9

    ὁ δὲ Pae. 2.66

    τὸ δὲ Pae. 4.32

    ἐν δὲ O. 7.5

    , O. 7.43

    ἄτερ δ O. 9.44

    ἐν δὲ O. 13.22

    , O. 13.40

    σὺν δ P. 1.51

    ἐν δ P. 2.41

    ἐκ δ P. 2.46

    ἐν δὲP. 4.88

    ἐς δ P. 4.188

    σὺν δ P. 4.221

    ἐν δὲ P. 4.291

    σὺν δ P. 9.115

    ἐν δ P. 10.71

    ἐκ δὲ N. 10.44

    ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.

    οὕτω δὲ O. 2.35

    ἠυ δὲ O. 5.16

    ἄλλοτε δ O. 7.11

    ἀπάτερθε δ O. 7.74

    μάλα δὲ O. 10.87

    νῦν δ O. 13.104

    οὕτω δ P. 1.56

    εὖ δ P. 1.99

    ἁμᾶ δ P. 3.36

    τάχα δ P. 4.83

    αἶψα δ P. 4.133

    ἀκᾷ δ P. 4.156

    τάχα δὲ P. 4.171

    ἄτερθε δὲ P. 5.96

    οὕτω δὲ P. 8.93

    νῦν δP. 9.55

    οὕτω δ P. 9.117

    ταχὺ δ P. 10.51

    θαμὰ δ N. 1.22

    μάλα δ N. 7.10

    ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.
    b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲO. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δO. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲO. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲO. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲO. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲO. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δP. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνονP. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δP. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δP. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δP. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δP. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δN. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέN. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δN. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δN. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέN. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δN. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δN. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δI. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δI. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δN. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖνἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.
    c connecting subordinate clauses.

    ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5

    ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92

    ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264

    διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14

    τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
    d connecting parts of sentences.

    ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3

    ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40

    Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.65

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18

    ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65

    e in anaphora.

    ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62

    ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32

    πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28

    ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71

    τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108

    cf.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123

    —5.

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32

    χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51

    cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.
    f introducing parenthesis.

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28

    ἷκεν δὲ Μιδέαθεν

    στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66

    ἄγει δὲ χάρις P. 2.17

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11

    αἰσίαν δP. 4.23

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45

    ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23

    κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    g
    a introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςP. 9.33 κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    II following questions.

    τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶςP. 9.35

    ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.

    βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60

    Πυθιάδος δ P. 1.32

    ἔστι δὲ P. 3.21

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50

    φλέγεται δ N. 10.2

    ἐκ δὲ N. 11.19

    The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.
    i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι

    ἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.

    Σ. P. 11.56

    ]
    4 where δέ does not occupy second position in the sentence.
    I following a vocative.

    υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36

    Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12

    δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103

    Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

    ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59

    Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29

    ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14

    Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58

    ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95

    ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44

    Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4

    II following a prep.

    πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67

    ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113

    πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28

    περὶ θνατῶν δ O. 6.50

    ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69

    ἐκ θεοῦ δ O. 11.10

    ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66

    ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17

    b.

    ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197

    σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303

    ἐς φᾶσιν δ P. 4.211

    ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228

    κατὰ λαύρας δ P. 8.86

    ἐν χερὶ δ N. 1.52

    ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἐκ πόνων δ N. 9.44

    ἐν λόγοις δ N. 11.17

    ἐν σχερῷ δ N. 11.39

    ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ I. 5.21

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1

    ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.

    πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90

    III following article with adj., part., prep., simm.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    ὁ νικῶν δ O. 1.97

    τὸ πόρσω δ O. 3.44

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59

    αἱ δύο δ

    ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86

    ὁ Βάττου δ P. 5.55

    τὰ μακρὰ δ N. 4.33

    τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104

    ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43

    τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.
    IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.
    V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.99
    5 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c.

    Lexicon to Pindar > δέ

  • 14 Θώραξ

    Θώραξ of the Thessalian Aleuadai, who commissioned P. 10.
    1

    πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρᾶκος P. 10.64

    Lexicon to Pindar > Θώραξ

  • 15 μή

    μή neg.
    1 in principal cl.
    a c. pres. or aor. impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92

    μὴ βαλέτω O. 8.55

    μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    μὴ παρίει καλά P. 1.86

    μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90

    μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61

    τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,

    μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43

    cf. P. 4.99
    b c. pres. or aor. opt., in wishes.

    μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29

    μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    c c. aor. subj., in prohibitions.

    μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

    μὴ δολωθῇς P. 1.92

    ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.
    2 in subord. cl.,
    a c. inf.

    ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66

    εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86

    παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77

    ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

    ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

    ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-

    των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4

    ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

    χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

    ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.

    ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115

    [ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,

    ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24

    ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12

    add. art.,

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    cf. N. 5.14
    b in protasis of conditional sentence.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108

    εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16

    εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    c in final cl.,
    I

    ὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    II

    ὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62

    III

    ὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    IV where the conjunction is omitted c. opt.

    ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60

    ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120

    c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32

    d in rel. cl.
    I c. ind.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87

    ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.
    II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας

    ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18

    ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.
    3 c. part., adj.
    b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad

    Δ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.14
    4 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8.

    Lexicon to Pindar > μή

  • 16 ξενία

    1 hospitality

    πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη i. e. to partake of P's hospitality N. 10.49 ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ (i. e. τοῖς Θεοξενίοις, a Delphic festival) Pae. 6.61 pl., acts of hospitality

    ἐπεί μιν αἰνέω χαίροντά τε ξενίαις πανδόκοις O. 4.15

    Lexicon to Pindar > ξενία

  • 17 ξένος

    ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitality
    a foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26

    ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67

    ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8

    κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3

    πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78

    πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57

    πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51

    ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118
    b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2

    c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48
    d generally, friend

    ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4

    ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16

    Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233

    Lexicon to Pindar > ξένος

  • 18 ξεινος

    ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitality
    a foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26

    ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67

    ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8

    κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3

    πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78

    πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57

    πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51

    ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118
    b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2

    c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48
    d generally, friend

    ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4

    ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16

    Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233

    Lexicon to Pindar > ξεινος

  • 19 ὅσπερ

    ὅσπερ (ὅσπερ, οὗπερ, ὅνπερ; ἅπερ.) rel.,
    1 which c. ind.

    Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    διά-

    πειρα · ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.19

    τοῦ δὲ παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν ἐν Φθίᾳ Θέτις P. 3.100

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39

    πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.64

    θεῷ. ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    om. antecedent, ἐξ οὗπερ (sc. χρόνου) ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς ever since O. 2.38

    Lexicon to Pindar > ὅσπερ

  • 20 προςανής

    1 soothing

    πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64

    pro subs., τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας (sc. φάρμακα, simm.) P. 3.52

    Lexicon to Pindar > προςανής

См. также в других словарях:

  • πέποιθα — ΝΑ βλ. πείθω …   Dictionary of Greek

  • πέποιθα — πείθω persuade perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποίθασι — πεποίθᾱσι , πείθω persuade perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποίθασιν — πεποίθᾱσιν , πείθω persuade perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέποιθ' — πέποιθα , πείθω persuade perf ind act 1st sg πέποιθε , πείθω persuade perf imperat act 2nd sg πέποιθε , πείθω persuade perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бедить — приносить беду , сюда же победить, убедить, укр. бiдити ругать , ст. слав. бѣждѫ, бѣдити принуждать , болг. бедя клевещу . Исконнородственно гот. baidjan принуждать , д. в. н. beitten – то же, алб. bē присяга , далее, вероятно, греч. πείθω… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …   Википедия

  • επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …   Dictionary of Greek

  • νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»