Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰν-άνθη

См. также в других словарях:

  • πολιάνθη — ἡ, Α μύρο που λαμβανόταν από το φυτό πόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλιον + ἄνθη «άνθισμα» (< ἀνθῶ), πρβλ. αμπελ άνθη, οιν άνθη] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»