Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰνοῦττα

См. также в других словарях:

  • οινούττα — οἰνοῡττα, ἡ (Α) 1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών 2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, εσσα, εν] …   Dictionary of Greek

  • οἰνοῦττα — cake fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνοῦττα — Οἰνοῦσσα , Οἰνοῦσσος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτται — οἰνοῦττα cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτταν — οἰνοῦττα cake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνούττῃ — οἰνού̱ττῃ , οἰνοῦττα cake fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»