Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰδίσκομαι

См. также в других словарях:

  • αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • διοιδίσκομαι — (Α) [οιδίσκομαι] αρχίζω να πρήζομαι …   Dictionary of Greek

  • επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»