-
1 ημάτιον
-
2 ἠμάτιον
-
3 βουλημάτιον
A will, testament, PMasp.151.304 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλημάτιον
-
4 διηγημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διηγημάτιον
-
5 ζητημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητημάτιον
-
6 θελημάτιον
A will and testament, PLond.1.77.12 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελημάτιον
-
7 θεωρημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρημάτιον
-
8 λοιδορημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδορημάτιον
-
9 μετρημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρημάτιον
-
10 νοημάτιον
Aνόημα 1.4
, Arr.Epict.3.23.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοημάτιον
-
11 νοσημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσημάτιον
-
12 οἰκημάτιον
οἰκ-ημάτιον, τό, Dim. of οἴκημα, IG22.2496.11, PCair.Zen.507.29 (iii B. C.), Arr.Epict.1.28.16, Plu.2.145b, PRyl.77.30 (ii A. D.), X.Eph.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκημάτιον
-
13 οἰκοδομημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδομημάτιον
-
14 οἴδημα
A swelling, tumour, Hp.Aph.4.34, Epid.1.13.θ', D.54.11, Plu.Cor.15 ; only of soft and painless tumours, acc. to Gal.17(1).801, 15.770, 17(2).31:—[var] Dim. [suff] οἰδ-ημάτιον, τό, Hp.Fract.5 ; name of an eye-salve, Aët.7.118. -
15 παλημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλημάτιον
-
16 παρόψημα
A dainty side-dish, Ath.9.367c ; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1:—[var] Dim. [suff] παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόψημα
-
17 ποιημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιημάτιον
-
18 τραγημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγημάτιον
-
19 τρυπημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπημάτιον
-
20 φυσημάτιον
A petty conceit, Arr.Epict.2.16.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσημάτιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠμάτιον — ἠμάτιος by day masc acc sg ἠμάτιος by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek