Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεχωρίζω

  • 1 ξεχωρίζω

    1. μετ.
    1) отделять; отбирать; откладывать; 2) выделять, предпочитать (кого-л.); 3) отличать, различать, распознавать (кого-что-л.); 4) разделять, разъединять, разводить (кого-л. в разные стороны); разграничивать; размежёвывать; 5) изолировать, обособлять (кого-что-л.); 2. αμετ. выделяться среди других, отличаться от других, быть заметным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεχωρίζω

  • 2 ξεχωρίζω

    [ксэхоризо] р. различать, разделять, отделять,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεχωρίζω

  • 3 ξεχωρίζω

    [ксэхоризо] ρ различать, разделять, отделять.

    Эллино-русский словарь > ξεχωρίζω

  • 4 ξεχωρίζω

    tell

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξεχωρίζω

  • 5 различать

    ξεχωρίζω, διακρίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различать

  • 6 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 7 выделить

    выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι
    * * *
    = выделять
    1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)
    2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)
    3) (средства и т. п.) παραχωρώ

    Русско-греческий словарь > выделить

  • 8 выделить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεχωρίζω•

    выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.

    || διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•

    выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.

    2. παραχωρώ•

    выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.

    3. εκκρίνω, βγάζω•

    выделить пот βγάζω ιδρώτα.

    || παράγω•

    выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.

    4. (στρατ.) αποσπώ•

    выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.

    1. χωρίζω•

    женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.

    2. εκκρίνομαι, βγαίνω•

    -лаоь слюна βγήκε σάλιο.

    || παράγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выделить

  • 9 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

  • 10 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 11 разделить

    разделить, разделять διαιρώ, μοιράζω· ξεχωρίζω (разъединить)' διανέμω, κατανέμω (распределить) \разделиться μοιράζομαι· χωρίζομαι (отделяться)
    * * *
    = разделять
    διαιρώ, μοιράζω; ξεχωρίζω ( разъединить); διανέμω, κατανέμω ( распределить)

    Русско-греческий словарь > разделить

  • 12 различить

    Русско-греческий словарь > различить

  • 13 разобрать

    разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)
    * * *
    1) ( на части) ξεχωρίζω
    2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ
    3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ

    Русско-греческий словарь > разобрать

  • 14 выделять

    выделять
    несов
    1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·
    2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·
    3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·
    4. фи-виол. ἐκκρίνω·
    5. хим. βγάζω, ἐξάγω.

    Русско-новогреческий словарь > выделять

  • 15 distinguish

    [di'stiŋɡwiʃ]
    1) ((often with from) to mark as different: What distinguishes this café from all the others?) ξεχωρίζω
    2) (to identify or make out: He could just distinguish the figure of a man running away.) διακρίνω
    3) ((sometimes with between) to recognize a difference: I can't distinguish (between) the two types - they both look the same to me.) ξεχωρίζω
    4) (to make (oneself) noticed through one's achievements: He distinguished himself at school by winning a prize in every subject.) (αυτοπαθές)διακρίνομαι
    - distinguished

    English-Greek dictionary > distinguish

  • 16 вырезать(ся)

    -ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•

    вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•

    вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.

    2. σκαλίζω, χαράσσω•

    вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.

    3. ξεχωρίζω, δίνω•

    беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.

    || σφάζω, κατασφάζω•

    бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•

    1. κόβομαι, αποκόπτομαι.
    2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.
    выреза/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. вырезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > вырезать(ся)

  • 17 обозначить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)σημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω•

    обозначить реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη.

    2. δηλώνω, δείχνω, φανερώνω• καθορίζω.
    3. διακρίνω, ξεχωρίζω.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαγράφομαι. || γίνομαι αισθητός, φανερός, εκδηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обозначить

  • 18 отличать

    ρ.δ.
    βλ.
    1. βλ. отличить.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνω, κάνω να ξεχωρίζει.
    3. προτιμώ, δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση ή προσοχή.
    1. βλ. отличиться.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    отличать умом διακρίνομαι για το πνεύμα(εξυπνάδα).

    Большой русско-греческий словарь > отличать

  • 19 отлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. παλ. ξεχωρίζω αποσπώ αποκόπτω, ξεκόβω απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω•

    отлучить здоровый скот от больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα από τα αρρωστιάρικα•

    отлучить ребнка от груди αποθηλάζω•

    отлучить от церкви αφορίζω αναθεματίζω.

    απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο.•

    Большой русско-греческий словарь > отлучить

  • 20 отмежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмежёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χωρίζω, ξεχωρίζω, βάζω όρια•

    отмежевать поле βάζω σύνορα στο χωράφι•

    отмежевать одну область знаний от другого ξεχωρίζω τον ένα τομέα γνώσεων από τον άλλο.

    (ξε)χωρίζομαι απομονώνομαι. || διίσταμαι χωρίζω τα τσανάκια• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отмежевать

См. также в других словарях:

  • ξεχωρίζω — ξεχωρίζω, ξεχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξεχωρίζω : σπάνια η χρησιμοποίηση του ρ. στην παθητική φωνή (ξεχωρίζομαι, βλ. πίν. 34 ) με την έννοια → με τοποθετεί κάποιος ξεχωριστά, με ξεχωρίζει από άλλα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — ξεχώρισα 1. μτβ., χωρίζω κάτι, βάζω στην άκρη: Πριν από το πλύσιμο,ξεχώρισα τα σκούρα από τα άσπρα ρούχα. 2. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, κάνω διάκριση: Δεν τα ξεχωρίζει τα παιδιά του ο γονιός. 3. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκρίνω — ξεχωρίζω κάτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καθαρά ή κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κρίνω (αόρ. ἐξ έκρινα) βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — ξεχωρίζω από κάποιον άλλο, είμαι διαφορετικός: Οι περισσότεροι δίδυμοι διαφέρουν στο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • συναφορίζω — Α 1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον 3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαγιγνώσκω — ΜΑ αποφασίζω από κοινού με άλλον αρχ. ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»