-
1 καταλαβαίνω
(αόρ. (ε)κατάλαβα) μετ.1) понимать; постигать; κατάλαβες περί τίνος πρόκειται; ты понял, о чём идёт речь?;καταλαβαίνω ελληνικά — понимать по-гречески; — знать немного греческий язык;
2) замечать;§ δεν καταλαβαίνει γρύ — он ничегошеньки не понимает, не смыслит;
τοϋδωσα και κατάλαβε я его проучил, я ему дал понять;μαζί μιλούρε και χώρια καταλαβαίνουμε мы говорим на разных языках -
2 καταλαβαίνω
[каталавэно] р. понимать, постигать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταλαβαίνω
-
3 καταλαβαίνω
[каталавэно] ρ понимать, постигать. -
4 καταλαβαίνω
cфати, cфаќаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > καταλαβαίνω
-
5 καταλαβαίνω
comprendre -
6 καταλαβαίνω
1) rozumieć czas.2) zrozumieć czas. -
7 καταλαβαίνω
1) chápat2) pochopit3) porozumět4) rozumět -
8 καταλαβαίνω
understandΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταλαβαίνω
-
9 понимать
ρ.δ.1. βλ. понять.2. εννοώ, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, αντιλαμβάνομαι•я не -аю по-немецки δεν καταλαβαίνω γερμανικά•
вы меня -ете? με καταλαβαίνετε;•
я вас хорошо -аю σας καταλαβαίνω καλά•
он ничего не -ает αυτός τίποτε δεν καταλαβαίνει.
εκφρ.-аешь, -аете ή -аешь ли, -аете ли – (ως παρνθ. λ.) καταλαβαίνεις, -ετε•я-аешь ли, опоздал – καταλαβαίνεις, άργησα•вот это я и понимаю – αυτό μάλιστα το καταλαβαίνω (είναι καλό, όπως πρέπει).εννοούμαι, γίνομαι αντιληπτός κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
10 поиимать
поиима||тьнесов καταλαβαίνω, καταλαμβάνω, ἐννοώ, κατανοώ:он ничего́ не \поиимать-ет δέν καταλαβαίνει τίποτα, δέν σκα· μπάζει τίποτε· \поиимать буквально παίρνω κατά λέξιν \поиимать в му́зыке καταλαβαίνω (или νοιώθω) τήν μουσική· ◊ вот это я \поииматью1 разг αὐτό τό καταλαβαίνω! -
11 understand
1. past tense, past participle - understood; verb1) (to see or know the meaning of (something): I can't understand his absence; Speak slowly to foreigners so that they'll understand you.) καταλαβαίνω2) (to know (eg a person) thoroughly: She understands children/dogs.) καταλαβαίνω3) (to learn or realize (something), eg from information received: At first I didn't understand how ill she was; I understood that you were planning to leave today.) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ•- understanding 2. noun1) (the power of thinking clearly: a man of great understanding.) αντίληψη2) (the ability to sympathize with another person's feelings: His kindness and understanding were a great comfort to her.) κατανόηση3) (a (state of) informal agreement: The two men have come to / reached an understanding after their disagreement.) συνεννόηση, συμφωνία•- make oneself understood- make understood -
12 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
13 разуметь
ρ.σ.1. παλ. καταλαβαίνω, εννοώ•разуметь смысл слова καταλαβαίνω το νόημα της λέξης•
разуметь дело καταλαβαίνω την υπόθεση.
|| γνωρίζω, ξέρω•разуметь по-русски γνωρίζω ρωσικά.
2. υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη• υποσημαίνω•что вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση;
1. υπονοούμαι, εννοούμαι• υποσημαίνομαι.2. ενκ. 3ο πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται•само собою разумеется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται• δε θέλει ρώτημα.
-
14 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
-
15 непонятный
непонятный 1) ακατανόητος* мне \непонятныйо... δεν καταλαβαίνω 2) (загадочный) παράξενος* * *1) ακατανόητοςмне непоня́тно… — δεν καταλαβαίνω
2) ( загадочный) παράξενος -
16 понимать
понимать см. понять; я (не) \пониматью (δεν) καταλαβαίνω* * *см. понятья (не) понима́ю — (δεν) καταλαβαίνω
-
17 понять
-
18 сообразить
-
19 вникать
вникатьнесов, вникнуть сов ἐμβαθύνω, ἐννοῶ, καταλαβαίνω:\вникать в слова учителя χωνεύω (или καταλαβαίνω) τά λόγια τοῦ δασκάλου· \вникать в суть дела μπαίνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης. -
20 раскусить
раскуси||тьсов1. см. раску́сывать-2. перен (понять, хорошо узнать) разг καταλαβαίνω, μαθαίνω:\раскусить в чем дело καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται· теперь я тебя \раскуситьл τώρα κατάλαβα τί καπνό φουμάρεις.
См. также в других словарях:
καταλαβαίνω — καταλαβαίνω, κατάλαβα βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταλαβαίνω — (Α καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει» νεοελλ. φρ. α) «τού δωσα και κατάλαβε» i) τόν τιμώρησα, τόν εκδικήθηκα ii) έκανα κάτι κατά κόρον β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» γι αυτούς που δεν… … Dictionary of Greek
καταλαβαίνω — κατάλαβα 1. αντιλαμβάνομαι κάτι, εννοώ: Κατάλαβες τι είπε; 2. η φράση «του δωκα και κατάλαβε» σημαίνει ότι τον έκαμα να εννοήσει ότι δεν μπορεί να μας γελάσει, τον τιμώρησα, τον εξευτέλισα κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek