-
1 παραχωρώ
παραχωρέωgo aside: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres ind act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 παραχωρῶ
παραχωρέωgo aside: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres ind act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres subj act 1st sg (attic epic doric)παραχωρέωgo aside: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 παραχωρώ
(ε) μετ. передавать; предоставлять; уступать;τό λόγο — предоставлять слово;τη θέση — уступать место;τό δικαίωμα εκμεταλλεύσεως — сдавать в концессию -
4 παραχωρώ
[парахоро] р. передавать, уступать имущество, права и т. п.), сдавать в концессию,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραχωρώ
-
5 παραχωρώ
[парахоро] ρ передавать, уступать имущество, права и т. п.), сдавать в концессию. -
6 παραχωρώ
[ουστούπκα] ουσ θ παραχώρηση -
7 παραχωρώ
devretmek, bırakmak, feragat etmek -
8 παραχωρώ
1) accompagnement2) assigner3) céder -
9 παραχωρώ
1) ustąpić czas.2) ustępować czas. -
10 παραχωρώ
1) povolit2) přepustit -
11 παραχωρώ
1) bestow2) concedeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παραχωρώ
-
12 přepustit
παραχωρώ -
13 concede
παραχωρώ -
14 ustąpić
παραχωρώ -
15 выделить
выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι* * *= выделять1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)3) (средства и т. п.) παραχωρώ -
16 уступать
уступать, уступить 1) παραχωρώ; υποχωρώ (соглашаться) \уступать место παραχωρώ θέση 2) (в цене ) κάνω σκόντο 3) (быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ* * *= уступить1) παραχωρώ; υποχωρώ ( соглашаться)уступа́ть ме́сто — παραχωρώ θέση
2) ( в цене) κάνω σκόντο3) ( быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ -
17 уступить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. μ. παραχωρώ• αφήνω•уступить место παραχωρώ τη θέση•
уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•
уступить территорию παραχωρώ έδαφος.
2. υποχωρώ, ενδίδω•уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•
силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•
силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•
в споре υποχωρώ στη συζήτηση.
|| υστερώ•это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.
3. πουλώ•уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.
-
18 уступать
уступатьнесов, уступить сов1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:\уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:\уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:\уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι. -
19 дорога
дорога ж в разн. знач. о δρόμος шоссейная \дорога о ασφαλτόδρομος' автомобильная \дорога о αυτοκινητόδρομος сбиться с \дорогаи χάνω το δρόμο уступить -у παραχωρώ (το δρόμο) нам по \дорогае πάμε μαζί \дорогаой, в \дорогае στο δρόμο* * *ж в разн. знач.ο δρόμοςшоссе́йная доро́га — ο ασφαλτόδρομος
автомоби́льная доро́га — ο αυτοκινητόδρομος
сби́ться с доро́ги — χάνω το δρόμο
уступи́ть доро́гу — παραχωρώ (το δρόμο)
нам по доро́ге — πάμε μαζί
доро́гой, в доро́ге — στο δρόμο
-
20 выделить
ρ.σ.μ.1. ξεχωρίζω•выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.
|| διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.
2. παραχωρώ•выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.
3. εκκρίνω, βγάζω•выделить пот βγάζω ιδρώτα.
|| παράγω•выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.
4. (στρατ.) αποσπώ•выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.
1. χωρίζω•женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω•его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.
2. εκκρίνομαι, βγαίνω•-лаоь слюна βγήκε σάλιο.
|| παράγομαι.
См. также в других словарях:
παραχωρώ — παραχωρῶ, έω, ΝΜΑ εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα μσν. αρχ. αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό μσν. 1. παραλείπω 2. είμαι κατώτερος αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παρέχω, δίνω,… … Dictionary of Greek
παραχωρώ — παραχωρώ, παραχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραχωρώ — παραχώρησα, παραχωρήθηκα, παραχωρημένος, αφήνω, διαβιβάζω σε κάποιον δικαίωμα ή πράγμα: Στους ακτήμονες παραχωρήθηκε κλήρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραχωρῶ — παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… … Dictionary of Greek
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
προσυγχωρώ — έω, Α 1. παραχωρώ προηγουμένως 2. μέσ. προσυγχωροῡμαι, έομαι συμφωνώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συγχωρῶ «συμφωνώ, υποχωρώ, παραχωρώ»] … Dictionary of Greek
συμπαραχωρώ — έω, Α [παραχωρῶ] παραχωρώ συγχρόνως … Dictionary of Greek