Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεχωρίζω

  • 61 sort out

    1) (to separate (one lot or type of) things from a general mixture: I'll try to sort out some books that he might like.) ξεχωρίζω,ξεδιαλέγω/ταξινομώ
    2) (to correct, improve, solve etc: You must sort out your business affairs.) ξεκαθαρίζω
    3) (to attend to, usually by punishing or reprimanding: I'll soon sort you out, you evil little man!) περιποιούμαι

    English-Greek dictionary > sort out

  • 62 stand out

    1) (to be noticeable: She stood out as one of the prettiest girls in the school.) ξεχωρίζω
    2) (to go on resisting or to refuse to yield: The garrison stood out (against the besieging army) as long as possible.) αντιστέκομαι,κρατώ

    English-Greek dictionary > stand out

  • 63 stick out

    1) (to (cause to) project; His front teeth stick out; He stuck out his tongue.) προεξέχω/βγάζω
    2) (to be noticeable: She has red hair that sticks out in a crowd.) ξεχωρίζω

    English-Greek dictionary > stick out

  • 64 tell

    [tel]
    1) (to inform or give information to (a person) about (something): He told the whole story to John; He told John about it.) λέγω
    2) (to order or command; to suggest or warn: I told him to go away.) λέγω, διατάζω
    3) (to say or express in words: to tell lies / the truth / a story.) λέγω, αφηγούμαι
    4) (to distinguish; to see (a difference); to know or decide: Can you tell the difference between them?; I can't tell one from the other; You can tell if the meat is cooked by/from the colour.) διακρίνω, ξεχωρίζω, καταλαβαίνω
    5) (to give away a secret: You mustn't tell or we'll get into trouble.) μαρτυρώ την αλήθεια
    6) (to be effective; to be seen to give (good) results: Good teaching will always tell.) φέρνω αποτέλεσμα
    - telling
    - tellingly
    - telltale
    - I told you so
    - tell off
    - tell on
    - tell tales
    - tell the time
    - there's no telling
    - you never can tell

    English-Greek dictionary > tell

  • 65 tell apart

    (usually with can, cannot etc) (to recognize the difference between; to distinguish: I cannot tell the twins apart.) ξεχωρίζω

    English-Greek dictionary > tell apart

  • 66 выделять

    [βυντιλγιάτ'] ρ. ξεχωρίζω

    Русско-греческий новый словарь > выделять

  • 67 отличать

    [ατλιτσάτ'] ρ. ξεχωρίζω, διακρίνω

    Русско-греческий новый словарь > отличать

  • 68 отличаться

    [ατλιτσάτ" σα] ρ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι

    Русско-греческий новый словарь > отличаться

  • 69 различать

    [ραζλιτσάτ'] ρ. ξεχωρίζω

    Русско-греческий новый словарь > различать

  • 70 различаться

    [ραζλιτσάτσα] ρ. διαφέρω, ξεχωρίζω

    Русско-греческий новый словарь > различаться

  • 71 выделять

    [βυντιλγιάτ'] ρ ξεχωρίζω

    Русско-эллинский словарь > выделять

  • 72 отличать

    [ατλιτσάτ'] ρ ξεχωρίζω, διακρίνω

    Русско-эллинский словарь > отличать

  • 73 отличаться

    [ατλιτσάτ" σα] ρ ξεχωρίζω, διακρίνομαι

    Русско-эллинский словарь > отличаться

  • 74 различать

    [ραζλιτσάτ'] ρ ξεχωρίζω

    Русско-эллинский словарь > различать

  • 75 различаться

    [ραζλιτσάτσα] ρ διαφέρω, ξεχωρίζω

    Русско-эллинский словарь > различаться

  • 76 блестеть

    -щу, -стишь, к. γραπ. λόγος•

    блещешь; μτχ. ενστ. блестящий, к. γραπ. λόγος•

    блещущий, ρ.δ.

    1. λάμπω, φέγγω, φωτίζω, λαμπυρίζω•

    -ли огни города έλαμπαν τα φώτα της πόλης.

    2. μτφ. γυαλίζω, αστράφτω•

    гневом -ят глаза αστράφτουν,τα μάτια από το θυμό•

    не все то золото, что -ит κάθε τι που λάμπει δεν είναι χρυσό•

    -ит лысина λάμπει η φαλάκρα (καράφλα).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω, εξέχω, κάνω εντύπωση•

    он -ит своим умом αυτός λάμπει με το πνεύμα του.

    3. καταπλήττω, κάνω κατάπληξη•

    они -щут красотой αυτοί λάμπουν με την ομορφιά τους.

    Большой русско-греческий словарь > блестеть

  • 77 виднеться

    -еется ρ.δ.
    φαίνομαι, ξεχωρίζω, διακρίνομαι•

    вдали -лись горы στο βάθος διακρίνονταν τα βουνά.

    Большой русско-греческий словарь > виднеться

  • 78 выглядеть

    -яжу, -ядишь, ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω•

    в толпе он -ел своего знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του.

    || παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα.
    2. -яжу, -ядишь
    ρ.δ.
    φαίνομαι, δείχνω•

    он -ит больным αυτός φαίνεται για άρρωστος•

    выглядеть молодым φαίνομαι νέος•

    дом -ит новым το σπίτι φαίνεται καινούριο.

    Большой русско-греческий словарь > выглядеть

  • 79 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 80 выпятить

    -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω•

    выпятить живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά•

    выпятить грудь προτείνω το στήθος.

    || μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο•

    -недостатки произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου.

    προβάλλομαι, προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοιλιάζω. || μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση.

    Большой русско-греческий словарь > выпятить

См. также в других словарях:

  • ξεχωρίζω — ξεχωρίζω, ξεχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξεχωρίζω : σπάνια η χρησιμοποίηση του ρ. στην παθητική φωνή (ξεχωρίζομαι, βλ. πίν. 34 ) με την έννοια → με τοποθετεί κάποιος ξεχωριστά, με ξεχωρίζει από άλλα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — ξεχώρισα 1. μτβ., χωρίζω κάτι, βάζω στην άκρη: Πριν από το πλύσιμο,ξεχώρισα τα σκούρα από τα άσπρα ρούχα. 2. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, κάνω διάκριση: Δεν τα ξεχωρίζει τα παιδιά του ο γονιός. 3. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκρίνω — ξεχωρίζω κάτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καθαρά ή κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κρίνω (αόρ. ἐξ έκρινα) βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — ξεχωρίζω από κάποιον άλλο, είμαι διαφορετικός: Οι περισσότεροι δίδυμοι διαφέρουν στο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • συναφορίζω — Α 1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον 3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαγιγνώσκω — ΜΑ αποφασίζω από κοινού με άλλον αρχ. ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»