Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεσχίζω

  • 1 пропороть

    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω• διατρυπώ•

    кожу ξεσχίζω το δέρμα•

    пропороть гвоздм брюки ξεσχίζω το παντελόνι στο καρφί.

    2. ξηλώνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропороть весь день ξηλώνω όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > пропороть

  • 2 разорвать

    разорвать 1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια' σπάνω (о верёвке и т. л.) 2) (отношения) διακόπτω \разорваться 1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о веревке υ τ. η.) 2) (о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι
    * * *
    1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια; σπάνω (о верёвке и т. п.)
    2) ( отношения) διακόπτω

    Русско-греческий словарь > разорвать

  • 3 драть

    деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.

    || τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.
    2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•

    драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.

    || εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•

    драть зубы βγάζω τα δόντια.

    3. κατασπαράζω, θανατώνω.
    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•

    драть розгами χτυπώ με τη βέργα.

    || τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•

    драть волосы τραβώ τα μαλλιά•

    драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.

    5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.
    6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.
    7. τραβώ, προκαλώ πόνο•

    бритва -т το ξυράφι τραβάει.

    8. ερεθίζω, καίω•

    горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•

    перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.

    || μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•

    эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.

    9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•

    драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.

    εκφρ.
    драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•
    драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.
    1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.
    2. μάχομαι, πολεμώ•

    драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.

    || αγωνίζομαι• 'παλεύω•

    драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.

    || χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•

    драть на шпагах ξιφομαχώ.

    Большой русско-греческий словарь > драть

  • 4 изодрать

    -деру, -дершь, παρλθ. χρ. изодрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изодранный, βρ: -дран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεσχίζω, κατασχίζω•

    изодрать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    я -ал брики о гвозди έσχισα το παντελόνι στο καρφί.

    || γρατσουνίζω, ξεγδέρνω.
    (ζε)σχίζομαι, κατασχί ζομαι. || γρατσουνί ζομαι, ξεγδέρνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изодрать

  • 5 ободрать

    обдеру, обдершь, παρλθ. χρ. ободрал
    -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ободранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεφλουδίζω από παντού γδέρνω, εκδέρω•

    ободрать дерево ξεφλουδίζω το δέντρο•

    ободрать кожу γδέρνω, αφαιρώ το δέρμα.

    || απολεπίζω, εκλεπίζω. || γρατσουνίζω.
    2. ξεσχίζω, κουρελιάζω•

    ободрать пальто ξεσχίζω το πανωφόρι.

    3. μτφ. βλ. обобрать (2 σημ.).
    ξεφλουδίζομαι, γδέρνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ободрать

  • 6 подрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξεσχίζω•

    подрать всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά.

    2. φθείρω,καταστρέφω, χαλνώ•

    подрать за лето всю обувь χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια.

    3. τραβώ τιμωρώ•

    подрать за вихор τραβώ από την τούφα μαλλιών•

    подрать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    подрать розгами βιτσίζω.

    4. το σκάζω, φεύγω τρεχάλα.
    5. μτφ. κατασπαράζω (για ζώα).
    βλ. драть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > подрать

  • 7 прорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.

    2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•

    прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•

    прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.

    3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.
    1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.
    2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•

    плотина -лась το φράγμα έσπασε.

    || ανοίγω•

    -лся нарыв έσπασε το απόστημα.

    3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.
    4. εμφανίζομαι ξαφνικά.

    Большой русско-греческий словарь > прорвать

  • 8 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 9 расторгнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. расторг κ. расторгнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. расторгший κ. расторгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расторгнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. расторженный, βρ: -жен, -а, -о
    ακυρώνω, καταργώ• ξεσχίζω διαλύω•

    расторгнуть соглашение ακυρώνω τη συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συνθήκη•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    Большой русско-греческий словарь > расторгнуть

  • 10 раздирать

    (на части) ξεσχίζω, σχίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздирать

  • 11 выдирать

    выдирать
    несов разг σχίζω, ξεσχίζω, ξεκολλώ.

    Русско-новогреческий словарь > выдирать

  • 12 загрызать

    загрызать
    несов, загрызть сов
    1. κατατρώγω / ξεσχίζω μέ τά δόντια (разрывать на части)·
    2. перен τρώγω:
    его́ загры́зла совесть τόν Εφαγαν οἱ τύψεις.

    Русско-новогреческий словарь > загрызать

  • 13 задрать

    задрать
    сов
    1. см. задирать Г
    2. (растгрзать, убить) ξεσχίζω, κατασπαράζω:
    волк задрал овцу́ ὁ λύκος κατασπάραξε τό πρόβατο.

    Русско-новогреческий словарь > задрать

  • 14 пропороть

    пропороть
    сов (насквозь) ξεσχίζω, (δια)τρυπώ.

    Русско-новогреческий словарь > пропороть

  • 15 раздирать

    [ραζντιράτ'] ρ. ξεσχίζω

    Русско-греческий новый словарь > раздирать

  • 16 рвать

    [ρβάτ'] ρ. ξεσχίζω, κόβω, βγάζω

    Русско-греческий новый словарь > рвать

  • 17 раздирать

    [ραζντιράτ'] ρ ξεσχίζω

    Русско-эллинский словарь > раздирать

  • 18 рвать

    [ρβάτ'] ρ ξεσχίζω, κόβω, βγάζω

    Русско-эллинский словарь > рвать

  • 19 договор

    -а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.
    συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•

    договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•

    мирный договор συνθήκη ειρήνης•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•

    договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•

    договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•

    торговый договор εμπορική συμφωνία•

    договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•

    словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•

    договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).

    Большой русско-греческий словарь > договор

  • 20 задрать

    -деру, -дерешь, παρλθ. χρ. задрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задранный, задран, задрана
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σηκώνω, (αν)υψώνω, (αν)ορθώνω•

    задрать хвост σηκώνω την ουρά•

    задрать голову σηκώνω το κεφάλι•

    задрать ноги σηκώνω τα πόδια.

    || αναδιπλώνω.
    2. γρατσουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, φλοιό κ.τ.τ.).
    3. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волки -ли двух овец οι λύκοι κατασπάραξαν δυο πρόβατα.

    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω.
    1. γραχσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι.
    2. ανασηκώνομαι. || αναδιπλώνομαι.
    3. αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. ρ. βλ. драться.

    Большой русско-греческий словарь > задрать

См. также в других словарях:

  • ξεσχίζω — → δες ξεσκίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσχίζω — βλ. ξεσκίζω …   Dictionary of Greek

  • αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) …   Dictionary of Greek

  • καταδρύπτω — (Α) ξεσχίζω, κατασπαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρύπτω «ξεσχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • άσκυλτος — ἄσκυλτος, ον (AM) ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος 1. ο ακλόνητος, ο άφοβος 2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά 3. επίρρ. ἀσκύλτως χωρίς τραυματισμό αρχ. αυτός που δεν τραυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκύλλω… …   Dictionary of Greek

  • αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ …   Dictionary of Greek

  • ανασπαράσσω — ἀνασπαράσσω κ. ττω (Α) 1. κομματιάζω, ξεσχίζω 2. τραβώ προς τα πάνω, ξεριζώνω …   Dictionary of Greek

  • ανατέμνω — (Α ἀνατέμνω) κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα νεοελλ. αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες 2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά αρχ. 1 κατακόπτω, ξεσχίζω 2. χαράζω, ανοίγω …   Dictionary of Greek

  • αποξαίνω — (Α ἀποξαίνω) νεοελλ. τελειώνω το ξάσιμο αρχ. ξεσχίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»