Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διακόπτω

  • 1 διακόπτω

    [дьякопто] р. прерывать, останавливать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακόπτω

  • 2 прерывать

    διακόπτω
    -ся διακόπτομαι. прерыв{}истость{} οι διακοπές (π.χ. στη γραμμή) (πλ.), η ύπαρξη διακοπών
    -истый διακοπτόμενος, ανακόλουθος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прерывать

  • 3 приостанавливать

    διακόπτω, σταματώ (για μικρό χρονικό διάστημα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приостанавливать

  • 4 прерывать

    прерыва||ть
    несов διακόπτω, κόβω:
    \прерывать кого-л. διακόπτω κάποιον \прерывать разговор διακόπτω τήν συζήτηση· \прерывать молчание διακόπτω τήν σιωπή· \прерывать работу διακόπτω τήν ἐργασία[ν]· иас прервали μᾶς διέκοψαν.

    Русско-новогреческий словарь > прерывать

  • 5 рвать

    рвать 1) (разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω 2) (срывать ) κόβω, μαζεύω (цветы и т. л.) 3) (прекращать) σταματώ· κόβω, διακόπτω· \рвать отношения διακόπτω τις σχέσεις
    * * *
    1) ( разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω
    2) ( срывать) κόβω, μαζεύω (цветы и т. п.)
    3) ( прекращать) σταματώ; κόβω, διακόπτω

    рвать отноше́ния — διακόπτω τις σχέσεις

    Русско-греческий словарь > рвать

  • 6 обрывать

    обрывать
    несов
    1. (срывать) κόβω, μαζεύω, δρέπω:
    \обрывать ягоды μαζεύω ἀγριους καρπούς·
    2. (разрывать) κόβω, κόπτω, σπάνω:
    \обрывать нитку κόβω τήν κλωστή·
    3. перен (прекращать) διακόπτω (απότομα):
    \обрывать разговор διακόπτω τήν κουβέντα· \обрывать песню διακόπτω τό τραγούδι· \обрывать кого-л. (заставлять замолчать) разг διακόπτω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обрывать

  • 7 оборвать

    оборвать 1) κόβω 2) (прекратить) διακόπτω \оборваться 1) σπάνω, σχίζω 2) (прерваться) διακόπτω
    * * *
    2) ( прекратить) διακόπτω

    Русско-греческий словарь > оборвать

  • 8 выключать

    1. (ток, напряжение, питание) διακόπτω, αποσυνδέω 2. (электро- или радиоустройство, что-л. из цепи) αποσυνδέω 3. (д.в.с, ядерный реактор) σταματώ, σβήνω 4. (сцепление) αποζευγνύω 5. (кон-тактор, командоаппарат и т.п.) ανοίγω (π.χ. την επαφή) 6. (воду, газ и т.п.) διακόπτω/σταματώ (τη ροή) 7. (исключать) διαγράφω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключать

  • 9 порвать

    1. (разорвать, изорвать) (ξε)σχί-ζω 2. (повредить, нарушить, разрушить) διακόπτω, σταματώ 3. (прекратить) διακόπτω, σταματώ, αποκόπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порвать

  • 10 нарушить

    нарушить παραβιάζω, παραβαίνω' διακόπτω (прервать) ◇ \нарушить границу παραβιάζω τα σύνορα
    * * *
    παραβιάζω, παραβαίνω; διακόπτω ( прервать)
    ••

    нару́шить грани́цу — παραβιάζω τα σύνορα

    Русско-греческий словарь > нарушить

  • 11 прервать

    прервать, прерывать διακόπτω
    * * *
    = прерывать

    Русско-греческий словарь > прервать

  • 12 разорвать

    разорвать 1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια' σπάνω (о верёвке и т. л.) 2) (отношения) διακόπτω \разорваться 1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о веревке υ τ. η.) 2) (о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι
    * * *
    1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια; σπάνω (о верёвке и т. п.)
    2) ( отношения) διακόπτω

    Русско-греческий словарь > разорвать

  • 13 разъединить

    разъединить, разъединять χωρίζω, αποσυνδέω· διακόπτω (прервать)' нас разъединили (по телефону) μας διέκοψαν
    * * *
    = разъединять
    χωρίζω, αποσυνδέω; διακόπτω ( прервать)

    нас разъедини́ли (по телефону)μας διέκοψαν

    Русско-греческий словарь > разъединить

  • 14 перебивать

    перебивать
    несов
    1. (мебель) ντύνω τά ἔπιπλα μέ ὑφασμα·
    2. (прерывать) διακόπτω:
    \перебивать оратора διακόπτω τόν ρήτορα, τόν ὁμιλητή.

    Русско-новогреческий словарь > перебивать

  • 15 порвать

    порвать
    сов
    1. см. рвать I 1·
    2. (прекратить) διακόπτω:
    \порвать дипломатические отношения διακόπτω τίς διπλωματικές σχέσεις· \порвать с прошлым κόβω μέ τό παρελθόν \порвать с друзьями κόβω μέ τους φίλους μου.

    Русско-новогреческий словарь > порвать

  • 16 разрывать

    разрывать I
    несов
    1. (ξε)σχίζω, κομματιάζω, καταξεσχίζω/ ξηλώνω (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.):
    \разрывать письмо σχίζω τό γράμμα·
    2. перен διακόπτω, ξεκόβω, σπάζω:
    \разрывать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· \разрывать цепи рабства σπάζω τίς ἀλυσίδες τής σκλαβιάς.
    разрывать II
    несов
    1. (землю и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάπτω·
    2. перен ἀνακατώνω.

    Русско-новогреческий словарь > разрывать

  • 17 рвать

    рвать I
    1 несов
    1. (на части) (ξε)σχίζω/ κόβω (нить, веревку)·
    2. (срывать) κόβω, μαδώ:
    \рвать траву́ κόβω χόρτα· \рвать цветы κόβω λουλούδια·
    3. (выдергивать) βγάζω, ξεριζώνω:
    \рвать зубы βγάζω (или ξεριζώνω) τά δόντια· \рвать с корнем ξεριζώνω· \рвать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια·
    4. перен (прекращать) διακόπτω, κόβω:
    \рвать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· ◊ \рвать и метать разг εἶμαι ἐξω φρενών, εἶμαι Εξαλλος· \рвать на себе волосы τραβώ τά μαλλιά μου.
    рвать II
    несов безл (о рвоте) ξερνώ:
    его́ рвет τοῦ ἐρχεται ἐμετός, κάνει ἐμετό.

    Русско-новогреческий словарь > рвать

  • 18 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 19 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 20 перебить

    -бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.
    1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.
    2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.
    3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•

    -ногу σπάζω το πόδι.

    4. διακόπτω•

    перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.

    || κόβω, χαλνώ•

    перебить аппетита κόβω την όρεξη.

    5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.
    6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.
    7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•

    перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.

    8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).
    9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.
    εκφρ.
    перебить ценуπαλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).
    1. θραύομαι, σπάζω•

    вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.

    2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебить

См. также в других словарях:

  • διακόπτω — cut in two pres subj act 1st sg διακόπτω cut in two pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόπτω — διακόπτω, διέκοψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακόπτω — (AM διακόπτω) 1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια 2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση νεοελλ. αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει αρχ. 1. διασπώ τις γραμμές τού εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις… …   Dictionary of Greek

  • διακόπτω — διέκοψα, διακόπηκα, διακεκομμένος, κόβω τη συνέχεια, σταματώ κάτι προσωρινά ή οριστικά, αναστέλλω: Δεν θέλω να με διακόπτεις όταν μιλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακεκομμένα — διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόπτῃ — διακόπτω cut in two pres subj mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres ind mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόψουσι — διακόπτω cut in two aor subj act 3rd pl (epic) διακόπτω cut in two fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακόπτω cut in two fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόψω — διακόπτω cut in two aor subj act 1st sg διακόπτω cut in two fut ind act 1st sg διακόπτω cut in two aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκομμέναι — διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc pl διακεκομμένᾱͅ , διακόπτω cut in two perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκομμένον — διακόπτω cut in two perf part mp masc acc sg διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκομμένων — διακόπτω cut in two perf part mp fem gen pl διακόπτω cut in two perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»