-
1 ξεπέφτω
[ксепефто] р. сбавлятьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεπέφτω
-
2 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
3 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
4 ронять
ронятьнесов1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:\ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:\ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'3. (лишаться чего-л.):\ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:\ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα. -
5 проиграть
-аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -оρ.σ.1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•проиграть дело χάνω την υπόθεση•
проиграть пари χάνω το στοίχημα•
проиграть сражение χάνω τη μάχη•
проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•
проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.
|| ξεπέφτω•проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.
2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).3. εκτελώ, παίζω•проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•
проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.
4. παίζω•дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.
|| χάνω (λόγω παιγνιδιού)•дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.
χάνω στα τυχερά παιγνίδια. -
6 спасть
спадт, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. спавший ρ.σ.1. πέφτω, αποσπώμαι• βγαίνω•колесо -ло с оси ο τροχός βγήκε από τον άξονα.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, ξεπέφτω•ветер спал ο άνεμος ξέπεσε.
εκφρ.спасть с голоса (голосу) – χάνω τη φωνή•спасть с лица (с тела, в теле) – ξεπέφτω (αδυνατίζω) στο πρόσωπο, στο σώμα).συστέλλομαι, μαζεύομαι• ισχναίνω•вены -лись οι φλέβες συστάλθηκαν.
-
7 вырождаться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырождаться
-
8 деградировать
παρακμάζω, ξεπέφτω, υποβαθμίζομαι, εκφυλίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деградировать
-
9 опустить
опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ* * *κατεβάζω, χαμηλώνωопусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα
опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία
-
10 опуститься
-
11 вырождаться
вырождатьсянесов ἐκφυλίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω. -
12 деградацияировать
деградация||и́роватьсов и несов παρακμάζω, ξεπέφτω / ἐκφυλίζομαι (вырождаться) -
13 захиреть
захиретьсов разг1. λειώνω·2. перен φθίνω, ξεπέφτω, ἐρημώνομαι. -
14 корыто
корыт||ос ἡ σκάφη· ◊ остаться у разбитого \корытоа погов. χάνω τά μεγαλεία, ξεπέφτω στά παληά. -
15 обесценениеиваться
обесценение||иватьсяὑποτιμώμαι, χάνω τήν ἀξια μου, ξεπέφτω. -
16 опускаться
опускать||ся1. κατεβαίνω, πέφτω (о тумане, занавесе и т. п.)/ χαμηλώνω (άμετ.) (о голове)/ καθιζάνω (о почве)/ βυθίζομαι (в кресло)/ κάθομαι (о птице,) бабочке и т. п.):\опускатьсяся на колени γόνατίζω, γονοπετώ·2. (понижаться, спускаться) κατεβαίνω·3. перен ξεπέφτω, πέφτω ἡθικά· ◊ ру́ки у меня опускаются μοῦ παράλυσαν τά χέρια, ἔχασα τό κουράγιο μου. -
17 пасть
пасть Iсов1. см. падать 2, 3, 6·2. (в бою) πέφτω μαχόμενος:\пасть на по́ле брани πέφτω στό πεδίον τῆς μάχης (или τής τιμής)· ◊ \пасть в чьем-л. мнении ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· крепость пала τό φρούριο Επεσε· \пасть жертвой πέφτω Θῦμα.пасть II ж (животного) τό στόμα (ζώοο). -
18 скатываться
скатываться Iнесов (в трубку и т.п.) τυλίγομαι.скатываться IIнесов1. (вниз) κατρακυλώ (άμεχ.)·2. перец, презр. κατρακυλώ, ξεπέφτω. -
19 терять
терятьнесов в разн. знач. χάνω:\терять ключи χάνω τά κλειδιά· \терять· Дорогу χάνω τό δρόμο· \терять терпение χάνω τήν ὑπομονή μου· \терять зрение χάνω τήν ὅραση (μου)-\терять время χάνω καιρό· не \терять надежды δέν ἀπελπίζομαι· \терять силу юр. παύω νά ἰσχύω· \терять на чем-л. βγαίνω χαμένος· \терять в чьем-л. мнении ξεπέφτω στήν ἐκτίμηση κάποιου· ◊ \терять по́чву под ногами χάνω τό ἐδαφος κάτω ἀπ' τα πόδια μου· \терять голову χάνω τά λογικά μου· \терять кого-либо из виду χάνω κάποιον ἀπό τά μάτια μου· нечего \терять δέν χάνω τίποτε. -
20 вымокнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. вымок, -ла, -ло, ρ.σ.1. μουσκεύω, διαβρέχομαι., διυγραίνομαι, διαποτίζομαι, εμποτίζομαι.2. ξεπέφτω, εξασθενίζω, αδυνατίζω μουσκεύαμενος•селедка -ла το παστό ψάρι ξαρμύρισε στο νερό.
3. καταστρέφομαι, χαλνώ από την υγρασία.
См. также в других словарях:
ξεπέφτω — ξεπέφτω, ξέπεσα, ξεπεσμένος βλ. πίν. 193 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπέφτω — 1. πέφτω κάτω ἡ έξω από κάποια θέση 2. περιπίπτω σε οικονομική ή κοινωνική εξαθλίωση, παρακμάζω 3. χάνω την υπόληψή μου, υφίσταμαι ηθική μείωση, εξαχρειώνομαι («με αυτά που κάνει ξεπέφτει στα μάτια τού κόσμου») 4. (για πράγματα) χάνω μέρος τής… … Dictionary of Greek
ξεπέφτω — ξέπεσα, ξεπεσμένος 1. αμτβ., παρακμάζω, χάνω την οικονομική μου δυνατότητα: Ήταν πλούσιοι, αλλά ξέπεσαν μετά τον πόλεμο. 2. υποτιμούμαι, κρίνομαι κατώτερος, θεωρούμαι παρακατιανός, χάνω την υπόληψή μου: Ξέπεσε στη συνείδηση των πελατών του. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… … Dictionary of Greek
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
καταπτωχεύω — (Α) 1. κάνω κάποιον εντελώς φτωχό 2. παθ. καταπτωχεύομαι γίνομαι φτωχός, ξεπέφτω πολύ, καταντώ επαίτης 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπτωχευμένος, η, ον πολύ πτωχικός … Dictionary of Greek
καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ … Dictionary of Greek
κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω … Dictionary of Greek