Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσγειώνομαι

  • 1 приземлиться

    приземлиться, приземляться ав. προσγειώνομαι
    * * *
    ав. = приземляться

    Русско-греческий словарь > приземлиться

  • 2 сесть

    сесть 1) κάθομαι, παίρνω θέση* сядьте, пожалуйста! καθήστε, παρακαλώ! \сесть за стол κάθομαι στο τραπέζι 2) (о солнце) βασιλεύω, δύω 3) (в транспорт ) μπαρκάρω (на пароход)· ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)· \сесть в поезд (автобус ) παίρνω το τρένο (λεωφορείο) 4) (о самолёте ) προσγειώνομαι
    * * *
    1) κάθομαι, παίρνω θέση

    ся́дьте, пожа́луйста! — καθήστε, παρακαλώ!

    сесть за сто́л — κάθομαι στο τραπέζι

    2) ( о солнце) βασιλεύω, δύω
    3) ( в транспорт) μπαρκάρω ( на пароход); ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)

    сесть в по́езд (авто́бус) — παίρνω το τρένο (λεωφορείο)

    4) ( о самолёте) προσγειώνομαι

    Русско-греческий словарь > сесть

  • 3 залететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μέσα•

    бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.

    2. πετώ μακριά ή ψηλά•

    аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•

    залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.

    3. προσγειώνομαι για•

    залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.

    || μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > залететь

  • 4 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 5 посадка

    1. (самолета) η προσγείωση
    осуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι
    - с неработающим{}работающим{} двигателем - με μηχανή εκτός/σε λειτουργία
    2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση
    - кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка

  • 6 приземлять

    προσγειώνω, προσεδαφίζω
    -ся προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приземлять

  • 7 садиться

    1. (на транспортное средство) επιβιβάζομαι 2. (об аккумуляторе) πέφτω, κάθομαι 3. (ο самолёте) προσγειώνομαι 4. (напр. на стул) κάθομαι 5. (о ткани) μαζεύω, μπαίνω (για υφάσματα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > садиться

  • 8 совершать

    1. (осуществлять, делать, производить) περατώνω, φέρνω εις/σε πέρας, κάνω 2. (оформлять) συνάπτω, κλείνω
    - сделку - συναλλαγή/αγοραπωλησία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совершать

  • 9 опустить

    опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ
    * * *
    κατεβάζω, χαμηλώνω

    опусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα

    опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία

    Русско-греческий словарь > опустить

  • 10 опуститься

    1) ( спуститься) κατεβαίνω
    2) ( приземлиться) προσγειώνομαι
    3) перен. ξεπέφτω, καταντώ

    Русско-греческий словарь > опуститься

  • 11 посадка

    посадк||а
    ж
    1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·
    2. \посадкаи мн. φυτεία:
    \посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας
    3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·
    4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):
    вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν
    5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·
    6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου.

    Русско-новогреческий словарь > посадка

  • 12 приземлиться

    приземлиться
    сов, приземляться несов προσγειώνομαι, προσγειοδμαι.

    Русско-новогреческий словарь > приземлиться

  • 13 заземлять

    ρ.δ. (ηλεκτρ.) γειώνω, προσγειώνω.
    γειώνομαι, προσγειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заземлять

  • 14 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 15 посадка

    θ.
    1. φύτευση, -μα.
    2. φυτεία, τόπος φυτευμένος τα φυτευμένα δέντρα.
    3. επιβίβαση.
    4. προσγείωση•

    вынужденная посадка αναγκαστική προσγείωση•

    совершить -у κάνω (εκτελώ) προσγείωση, προσγειώνομαι.

    5. η κάθι-ση του έφιππου (η θέση ή ο τρόπος). || τοποθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > посадка

  • 16 приземлить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приземленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    προσγειώνω.
    προσγειώνομαι.
    (απλ.) πέφτω.

    Большой русско-греческий словарь > приземлить

  • 17 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

См. также в других словарях:

  • προσγειώνομαι — προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»