Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεπέφτω

  • 41 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 42 прогореть

    ρ.σ.
    1. καίω, καίομαι•

    дрова в печке -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.

    || καίομαι, τρυπιέμαι από το πολύ κάψιμο•

    сковорода -ла το τηγάνι τρύπησε από το πολύ κάψιμο.

    2. μετατρέπομαι σε κάρβουνο, διακαίομαι.
    3. μτφ. χρεοκοπώ, ξεπέφτω, σβήνω. || αποτυχαινω•

    моё путешествие -ло το ταξίδι μου ναυάγισε (δεν πραγματοποιήθηκε).

    4. καίω (για ένα χρον. διάστημα)•

    лампа -ла всю ночь η λάμπα έκαψε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогореть

  • 43 простыть

    κ.(απλ.) простынуть
    -ыну, -ынешь
    ρ.σ. ψύχομαι, κρυώνω λίγο, ξεπέφτω•

    чай -ыл το τσάι ξέπεσε (δεν είναι καυτό)•

    суп -ыл давно η σούπα από ώρα κρύωσε.

    || μτφ. ησυχάζω, ηρεμώ• κοπάζω• || (απλ.) κρυολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > простыть

  • 44 проторговать

    ρ.σ.
    1. χάνω στο εμπόριο, ξεπέφτω• χρεοκοπώ.
    2. εμπορεύομαι (για ένα χρον. διάστημα).
    1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).
    2. παζαρεύω, κάνω παζάρια, διαπραγματεύομαι την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > проторговать

  • 45 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

  • 46 расслабнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. расслаб
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расслабший κ. расслабнувший ρ.σ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• εξαντλούμαι. || μτφ. • ξεπέφτω, γίνομαι χαύνος, πλαδαρός. || χάνω την ελατηρ ιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > расслабнуть

  • 47 схлынуть

    -нет
    ρ.σ.
    (για μεγάλη μάζα)• χύνομαι, ρέω• γυρίζω πίσω ορμητικά•

    волна -ла с берега το κύμα γύρισε ορμητικά από την ακτή.

    || μτφ. κινούμαι βίαια, εσπευσμένα, ορμητικά (για λαϊκές μάζες). || μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• ξεπέφτω• χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    страх мгновенно -ул ο φόβος στη στιγμή πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > схлынуть

  • 48 тускнеть

    -еет
    ρ.δ.
    1. θαμπώνω, θολώνω•

    глаза -гот τα μάτια θαμπώνουν.

    2. μτφ. παρακμάζω• φθίνω, ξεφτίζω, ξεπέφτω, δύω, βασιλεύω.
    3. μτφ. ωχριώ, υστερώ, υπολείπομαι,μένω πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > тускнеть

  • 49 убавить

    -влю -вишь ρ.σ.μ.
    μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω, συντομεύω• κοντεύω, βραχύνω•

    убавить цену κατεβάζω την τιμή•

    убавить размер μειώνω το μέγεθος•

    убавить скорость ελαττώνω την ταχύτητα•

    убавить расходы περιορίζω τα έξοδα•

    убавить свет ή света λιγοστεύω το φως•

    убавить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    убавить срок συντομεύω την προθεσμία.

    || αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω από το βάρος μου•

    убавить в весе χάνω από το βάρος μου.

    μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > убавить

  • 50 улечься

    улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягся
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•

    улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.

    || χωρώ καθιστός.
    2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•

    пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.

    3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•

    -гся ветер κόπασε ο άνεμος•

    -гся холод έσπασε το κρύο•

    -глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > улечься

  • 51 урасти

    ρ.σ. (απλ.) εκπίπτω, ξεπέφτω, μειώνομαι κατά το μέγεθος. || καλύπτομαι από βλάστηση.

    Большой русско-греческий словарь > урасти

  • 52 хиреть

    ρ.δ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, φθίνω, μαραζώνω. || (για φυτά) μαραίνομαι. || μτφ. ξεπέφτω, παρακμάζω•

    талант -еет το ταλέντο μαραίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > хиреть

См. также в других словарях:

  • ξεπέφτω — ξεπέφτω, ξέπεσα, ξεπεσμένος βλ. πίν. 193 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπέφτω — 1. πέφτω κάτω ἡ έξω από κάποια θέση 2. περιπίπτω σε οικονομική ή κοινωνική εξαθλίωση, παρακμάζω 3. χάνω την υπόληψή μου, υφίσταμαι ηθική μείωση, εξαχρειώνομαι («με αυτά που κάνει ξεπέφτει στα μάτια τού κόσμου») 4. (για πράγματα) χάνω μέρος τής… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέφτω — ξέπεσα, ξεπεσμένος 1. αμτβ., παρακμάζω, χάνω την οικονομική μου δυνατότητα: Ήταν πλούσιοι, αλλά ξέπεσαν μετά τον πόλεμο. 2. υποτιμούμαι, κρίνομαι κατώτερος, θεωρούμαι παρακατιανός, χάνω την υπόληψή μου: Ξέπεσε στη συνείδηση των πελατών του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταπτωχεύω — (Α) 1. κάνω κάποιον εντελώς φτωχό 2. παθ. καταπτωχεύομαι γίνομαι φτωχός, ξεπέφτω πολύ, καταντώ επαίτης 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπτωχευμένος, η, ον πολύ πτωχικός …   Dictionary of Greek

  • καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ …   Dictionary of Greek

  • κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»