Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεῖξις

См. также в других словарях:

  • μεῖξις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείξει — μεῖξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) μείξεϊ , μεῖξις fem dat sg (epic) μεῖξις fem dat sg (attic ionic) μίγνυμι mix aor subj act 3rd sg (epic) μίγνυμι mix fut ind mid 2nd sg μίγνυμι mix fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείξεις — μεῖξις fem nom/voc pl (attic epic) μεῖξις fem nom/acc pl (attic) μίγνυμι mix aor subj act 2nd sg (epic) μίγνυμι mix fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεῖξιν — μεῖξις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείξεσιν — μεῖξις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείξιος — μεῖξις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβήλη — κωβήλη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «βελόνη» 2. «σαρκικὴ μεῑξις, συνουσία» …   Dictionary of Greek

  • μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… …   Dictionary of Greek

  • μείξη — η (Α μεῑξις) βλ. μίξη …   Dictionary of Greek

  • Εμπεδοκλής — (Ακράγαντας 495; – 435; π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοσφος. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό, χάρη στη διάσωση σημαντικών αποσπασμάτων από δύο ποιήματά του: Περί φύσεως και Καθαρμοί. Για τη ζωή του, αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Είναι βέβαιο… …   Dictionary of Greek

  • μείξεων — μείξεω̆ν , μεῖξις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»