-
1 μεικτός
μικτόςmixed: masc nom sg -
2 μείγνυμι
μείγνυμι or [full] μίγνυμι, μ<ε> ίγνυσι Pl.Lg. 691e; imper. μ<ε> ίγνυ Id.Phlb. 63e:—also μ<ε> ιγνύω, Damox.2.60, Arist.HA 627a23, Thphr. Lap.53, etc.: [tense] impf. ἐμ<ε> ίγνυν, pl. ἐμ<ε>ίγνυσαν ( συν-) X.Cyr.8.1.46; poet. μ<ε> ίγνυον Pi.N.4.21: [tense] fut. μ<ε> ίξω Od.22.221 ( μετα-), S.OC 1047 (lyr.), Pl.Phlb. 64b: [tense] aor. ἔμ<ε> ιξα Archil.86, Pi.I.7(6).25, etc.; inf. μ<ε> ῖξαι Il.15.510: [tense] pf. μέμῐχα ( συμ-) Plb.16.10.1, 38.13.5: [tense] plpf. ἐμεμίχειν [pron. full] [ῐ] ( συν-) D.C.47.45:—[voice] Med. and [voice] Pass., [full] μ<ε>ίγνυμαι Pl. Phd. 113c: [tense] impf. ἐμ<ε>ίγνυντο (ἐπ-) Th.2.1: [tense] fut. μ<ε> ίξομαι Od.6.136, 24.314, μεμ<ε> ίξομαι Hes.Op. 179, μ<ε> ιχθήσομαι Aeschin.1.166 ( ἀνα-), Palaeph.13; alsoAμῐγήσομαι Il.10.365
: [tense] aor. 1 ἐμίχθη ib. 457, ἐμ<ε> ίχθην A.Supp. 295, Hdt.2.181, Ph.Bel.70.5, etc.; inf.μιχθήμεναι Il. 11.438
; but in Hom. and [dialect] Att. more commonly [tense] aor. 2 ἐμίγην [ῐ]; [dialect] Ep.μίγην Il.21.143
; inf.μιγήμεναι 15.409
,μιγῆν Parm.12.5
; both forms in Trag., μ<ε>ιχθῆναι A.l.c., al. (v. infr.),μιγῆναι Id.Pr.738
: [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.ἔμικτο Od.1.433
,μίκτο Il.11.354
, 16.813, A.R.3.1223; part. μίγμενος in trans. sense, Nic. Al. 574: [tense] aor. [voice] Med. ἐμ<ε> ιξάμην Thphr. CP3.22.3: [tense] pf.μέμιγμαι Il.10.424
, etc.; [ per.] 3pl. ἀνα-μεμ<ε> ίχαται Hdt.1.146: [tense] plpf.ἐμέμικτο Il.4.438
.—For the [tense] pres. and [tense] impf. Hom. and Hdt. always use μίσγω, which occurs once in Trag., S.Fr. 271 (anap.), never in Com., sts. in [dialect] Att. Prose, Th.6.104 ( προς-), Thphr.Sens.43; part. ; also [tense] impf.ἔμισγον Th.3.22
( προς-), Pl.Ti. l.c.; also in later Prose, Plb.9.8.9 ( προς-), 18.32.2, 31.17.5 ( συμ-), PTeb.12.7, 18, 26.3 ( συμ-, ii B. C.), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.ἐμισγέσκοντο Od. 20.7
. (In codd. usu. [pref] μι- in all tenses and derivs.; in Inscrr. and Pap. freq. [pref] μει-, e.g.μειγνύς Phld.Mus.p.13
K.,μειγνύμενος Limen.14
( 128/7 B.C.),ὀν-εμείχνυτο Sapph.Supp. 20c
.2 ( = pp.21,78 Lobel, ὀνεμίγνυτο ib. 20b.4): [tense] fut. inf. συν-μείσχι[ν] IG12.920 (vi B. C.): [tense] aor.συνέμειξα PPetr.2p.64
(iii B. C.); inf.συμ-μεῖξαι PEleph.29.11
(iii B. C.): [tense] pf. [voice] Pass.μέμειγμαι Phld.Vit.p.34
J.: [tense] aor. [voice] Pass.ἐμείχθην A.Fr.99.5
(Pap. of ii B. C.), E.Antiop.iv B 45 (Pap. of iii B. C.), Phld.Po.2.12; similarlyμεῖξις Id.Mus.p.65
K.; σύμ-μεικτος freq. in [dialect] Att. Inscrr., IG 22.1388.63 (iv B. C.), al.;μεικτός PCair.Zen.292.25
, al. (iii B. C.): [pref] μι- is found inσυνανα-μιγνύμενα Phld.D.3.9
,μιγνύωσι Id.Ir.p.41
K.: [tense] aor. inf. (Halasarna, late iii B. C.): [tense] pf. part. [voice] Pass. μεμιγμένος Wilcken Chr.198.12 (iii B. C.): [tense] aor. part. [voice] Pass.μιχθείς Pae.Erythr.5
(iv B. C. and ii A. D., v. l. μει- ii A. D.); similarlyσύμ-μικτος AJA31.350
(vase, v B. C.); the oldest forms were prob. μίσγω μείξω ἔμειξα μέμιγμαι ἐμίχθην (μίκτο) μεῖγμα μίξις μικτός (cf. the forms of τεύχω, φεύγω, etc.); the μει- forms already in v B. C. had encroached, and after 150 B.C. were freq. written μι- (i. e. μῑ-)):— mix, strictly of liquids,οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od.1.110
, etc.; also of a solid and liquid,θρόμβῳ δ' ἔμ<ε>ιξεν αἵματος φίλον γάλα A.Ch. 546
; of two solids,ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Od.11.123
; alsoμ. ἐκ γῆς καὶ πυρός Pl.Prt. 320d
;μ<ε>ιγνὺς [ταῦτα] μετὰ τῆς οὐσιας Id.Ti. 35b
:—[voice] Med. for [voice] Act., AP7.44 ([place name] Ion), Nic.Th. 603:—[voice] Pass., v. infr. B.II generally, join, bring together, in various ways:1 in hostile sense, μ<ε>ῖξαι χεῖράς τε μένος τε join battle hand to hand, Il.15.510;μ<ε>ίξαντες.. Ἄρευα Alc.31
;Κόλχοισι βίαν μ. Pi.P.4.213
; χερσὶν ἐναντία χεῖρας ἔμ<ε> ιξεν A.R.2.78; Ἄρη μ<ε> ίξουσιν S.OC 1047 (lyr.):—[voice] Pass.,μ<ε>ιγνυμένου πολέμου Callin.1.11
.b in good sense, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμ<ε> ιξαν Archil.86.2 bring into connexion with, make acquainted with,ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.20.203
; Καδμεῖοί νιν.. ἄνθεσι μ<ε> ίγνυον covered him with flowers, Pi.N.4.21; reversely, ᾧ πότμον.. Ἄρης ἔμ<ε> ιξεν upon whom A. brought death, Id.l.7(6).25.B [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. μείξομαι (v. sub init.):—to be mixed up with, mingled among,προμάχοισιν ἐμίχθη Il.5.134
, etc.;ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379
; [σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ 8.196
; ἐώλπει μ<ε>ίξεσθαι ξενίῃ hoped to hold intercourse in guest-friendship, 24.314;Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Il.3.209
, cf. 10.180; ἐν ταῖς κακαῖσιν ἁγαθαὶ μεμ<ε> ιγμέναι E. Ion 399; hold intercourse with, live with, Od.7.247, etc.;ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων Emp.59.1
;αἷς οὐ μ<ε>ίγνυται θεῶν τις A.Eu.69
: abs., hold intercourse,θάμ' ἐνθάδ' ἐόντες ἐμισγόμεθ' Od.4.178
.b to be mixed or compounded,μεμ<ε>ιγμένον μέλι σὺν γάλακτι Pi.N.3.77
;Κύπριδος ἐλπὶς.. μειγνυμένα Διονυσίοισι δώροις B.Scol.Oxy. 1361
Fr.1.9; σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμ<ε> ιγμένος Pl.Lg. 951d, cf. E.Fr. 997;μεμ<ε>ιγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ Pl.R. 548c
;ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μ. Id.Ti. 35b
.2 to be brought into contact with, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη his head wasrolled in the dust, Il.10.457, Od.22.329;ὅτ' ἐν κονίῃσι μιγείης Il.3.55
; οὐδ' ἔτ' ἔασε [ἔγχος].. μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός she let not the spear reach them, 11.438;κλισίῃσι μιγήμεναι 15.409
; ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο went to join them, 18.216; ἔσω μίσγεσθαι to come among us in the house, Od.18.49; μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο to join the rest across the river, Il.23.73: freq. in Pi. in various senses, c. dat. (with or without ἐν), come to,ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P.4.251
; Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ib. 257; ἐν αἱμακουρίαις μέμικται is present at that feast, O.1.91; φύλλοις ἐλαιᾶν μιχθέντα, στεφάνοις ἔμιχθεν ([ per.] 3pl.), come to, i.e. win, the crown of victory, N.1.18, 2.22;μ. εὐλογίαις I.3.3
; μ. ἐν τιμαῖς ib.2.29; μ. θάμβει to be affected by amazement, N.1.56; also βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμ<ε> ιγμένοι S.El. 1485.3 in hostile sense, mix in fight, Il.4.456, cf. Od.5.317; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μ., Il.13.286, 21.469.4 in Hom. and Hes. most freq. of the sexes, have intercourse with, both of the man and the woman, sts. abs., Il.9.275, etc.: more freq. μιγῆναί τινι, of the man, 21.143, etc.; of the woman, Od.1.73;ἄρσενι θῆλυ μιγῆν Parm.12.5
, cf. Pi.P.3.14, al.; but in Trag. only of the man, as μητρὶ μ<ε>ιχθῆναι, μιγῆναι, S.OT 791, 995; but in Com.μ<ε>ιγνυμένας τοῖσιν ἀδελφοῖς Ar.Ra. 1081
(anap.): in Prose [tense] pres. μίσγεσθαι in this sense, of the man, Hdt.2.64, etc.; of the woman, Id.1.5, 199, Od.22.445; in full, φιλότητί τινι μιγῆναι, of the man, Il.6.165; of the woman, ib. 161, Hes.Th. 927, 970, etc.; ἐμισγέσθην φ., of the two, Il.14.295; ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (with or without τινι), of the man, 2.232, 24.131; of the woman, h.Hom.33.5; Διὸς φιλότητι μιγῆναι, Διὸς ἐν φ. μ., of the woman, Hes.Th. 920, h.Merc.4; σῇ φ. μ., of the man, h.Ven. 150; εὐνῇ μ., of the man, Od. 1.433; φιλότητι καὶ εὐνῇ, of the man, Il.3.445, cf. Od.15.420; of the woman, 5.126; butἐν ἀγκοίνῃσι Διός 11.268
: c. acc. cogn.,φιλότης.., ἣν ἐμίγης Il.15.33
.—The [tense] aor. I is not used in this sense by Hom., but occurs in the Hymns, h.Ven.46, al.; the [tense] aor. I is more freq. in Hes. and Pi. (Cf. Lat. misceo, Skt. meksáyati 'stir', miśrás 'mixed'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μείγνυμι
-
3 δύσμεικτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσμεικτος
-
4 δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσ-μεικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπρόσμεικτος
-
5 εὐεπίμεικτος
εὐεπί-μεικτος, ον,A accessible, χώρα πᾶσα εὐ. Str.11.2.2; of men,τὸ εὐ. πρὸς ἀλλήλους Id.11.4.6
, cf. Poll.5.138. Adv. - τως ib. 139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίμεικτος
-
6 μικτός
A mixed, blended, Ar.Th. 1114, Pl.Phlb. 22d, etc.; opp. ἁπλοῦς, Id.R. 547e; μ. ἐκ τούτων compounded of these, Id.Lg. 837b, cf. D.H.Dem.41. Adv. -τῶς Str.1.2.27
, Gal.9.703.2 motley, POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts [full] μεικτός (which is written in PCair.Zen.292.25, al. (iii B. C.)) shd. prob. be restored, v. μείγνυμι.) -
7 ἀπρόσδεικτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσδεικτος
-
8 ἀπρόσμικτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσμικτος
См. также в других словарях:
μεικτός — ή, ό 1. ο ανακατεμένος, ο σύνθετος, ο ανάμεικτος: Φοίτησε σε μεικτό σχολείο. 2. «μεικτός αριθμός», αυτός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεικτός — και μειχτός, ή, ό βλ. μικτός … Dictionary of Greek
μεικτός — μικτός mixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… … Dictionary of Greek
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Έρβιν, Σεντ Τζον Γκριρ — (Saint John Grier Ervine, Μπέλφαστ 1883 – Ντέβον 1971). Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και δοκιμιογράφος. Αφού σημείωσε επιτυχία στο ιρλανδικό θέατρο με το έργο Μεικτός γάμος (1911), που παίχτηκε στο Abbey Theatre, και επιβλήθηκε με το… … Dictionary of Greek