-
1 μετάλλων
μέταλλονmine: neut gen plμεταλλάωsearch carefully: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)μεταλλάωsearch carefully: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 εργασια
ион. ἐργασίη ἥ1) работа, трудἐ. τῶν τεχνῶν Plat. — профессиональный труд;
ἥ περὴ τέν θάλατταν Plat. и κατὰ θάλατταν ἐ. Dem. — мореплавание, преимущ. морская торговля;τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. — трудиться под открытым небом2) обработка(σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.)
3) возделывание(γές Arph.)
4) разработка, эксплуатация(τῶν μετάλλων Thuc.)
5) переработка, переваривание(τροφῆς Arst.)
6) выработка, изготовление, производство(ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.)
7) возбуждение, причинение(τῆς ἡδονῆς Plat.)
8) сооружение, возведение, постройка(τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.)
9) занятие, ремесло, промысел(ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.)
ἐ. τῆς τραπέζης Dem. — банковское дело, ремесло менялы;κατ΄ ἐργασίην Her. — в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat)10) зарабатывание, стяжание, приобретение(χρημάτων Arst.)
ἐργασίας ἕνεκα Dem. — для наживы11) произведение, изделие(χερὸς ἐργασίαι Pind.)
ἥ τετράγωνος ἐ. Thuc. = ἑρμῆς12) доход(αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἥ ἀπὸ μετάλλων ἐ. Plut.)
-
3 πρός-οδος
πρός-οδος, ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόςοδον ποιεῖσϑαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόςοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόςοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόςοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόςοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προςόδοις καὶ ϑυσίαις τιμᾶν ϑεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥςπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ϑεοὺς προςόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ ϑυσίας τοῖς ϑεοῖς καὶ προςόδους πεποιῆσϑαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαϑῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόςοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προςόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρό ςοδον ἐκεῖϑεν αὑτῷ πλείω γίγνεσϑαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προςόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῠ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
-
4 χρῡσεῖον
-
5 κτῆσις
κτῆσις, ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσϑαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.
-
6 κεγχρεών
-
7 καινο-τομία
καινο-τομία, ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
-
8 μέτ-αλλον
μέτ-αλλον, τό (vgl. μεταλλάω, also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς μέταλλον, Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίϑου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.
-
9 ὁμο-ερκής
ὁμο-ερκής, ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.
-
10 ἐργασία
ἐργασία, ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαϑος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίϑρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν ϑάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισϑοῠται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ ϑάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῠ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς ϑαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.
-
11 ἐξ-αμαύρωσις
ἐξ-αμαύρωσις, ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
-
12 αποσυρμα
-
13 εξαμαυρωσις
-
14 καταπλουτομαχεω
бороться или побеждать своим богатством -
15 κτησις
- εως ἥ1) приобретение(χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.)
κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. — приобрести что-л.2) владение, обладание(πλούτου Soph.)
κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. — владеть золотыми приисками3) имущество, достояние(πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.)
-
16 μεταλλον
τό1) шахты, копи(ἁλὸς μ. Her.)
2) pl. рудники3) pl. воен. земляные работы, подкопы(πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.)
-
17 αλλοιωτικός
η, όν вызывающий изменение; пагубно воздействующий;αλλοιωτική επίδρασις των οξέων επί των μετάλλων — коррозийное воздействие кислот на металлы
-
18 θερμικός
η, ό[ν] тепловой; термический (физ., тех);θερμικ κινητήρας — тепловой двигатель;
θερμική ενέργεια — тепловая энергия;
θερμικός ηλεκτροσταθμός — тепловая электростанция;
θερμική αγωγιμότης — теплопроводность;
θερμική ικανότητα — теплоёмкость;
θερμική μόνωση — термоизоляция;
θερμική επεξεργασία μετάλλων — термическая обработка металлов
-
19 δύναμις
A power, might, in Hom., esp. of bodily strength,εἴ μοι δ. γε παρείη Od. 2.62
, cf. Il.8.294;οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες Od.20.237
;ἡ δ. τῶν νέων Antipho 4.3.2
, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787; in Prose,παρὰ δ. τολμηταί Th.1.70
, etc.;ὑπὲρ δ. D.18.193
; opp. κατὰ δ. as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op. 336
);εἰς δύναμιν Cratin. 172
, Pl.R. 458e, etc.;πρὸς τὴν δ. Id.Phdr. 231a
.2 outward power, influence, authority, A.Pers. 174 (anap.), Ag. 779 (lyr.);καταπαύσαντα τὴν Κύρου δ. Hdt.1.90
;δυνάμει προὔχοντες Th.7.21
, etc.; ἐν δ. εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29.3 force for war, forces,δ. ἀνδρῶν Hdt.5.100
, cf. Pl.Mx. 240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.;δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12
; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al.4 a power, quantity,χρημάτων δ. Hdt.7.9
.ά.5 means,κατὰ δύναμιν Arist.EE 1243b12
; opp. παρὰ δ., 2 Ep.Cor.8.3;κατὰ δ. τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17
(Aug.).II power, faculty, capacity,αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δ. Hp.VM14
;αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht. 185e
;ἡ τῆς ὄψεως δ. Id.R. 532a
;ἡ τῶν λεγόντων δ. D.22.11
: c. gen. rei, capacity for, ;τοῦ λέγειν Id.Rh. 1362b22
; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94;δ. στρατηγική Plb.1.84.6
;δ. ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5
;δ. συνθετική D.H.Comp.2
: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM 1183b28.2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA 646a14; ἡ τοῦ θερμοῦ δ.ib. 650a5;θερμαντικὴ δ. Epicur.Fr.60
, cf. Polystr.p.23 W.b property, quality,ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13
, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; esp. of the natural properties of plants, etc., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power,τῆς γῆς Id.Oec.16.4
;μετάλλων Id.Vect.4.1
: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; περὶ φυσικῶν δ., title of work by Galen.c in pl., agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W.d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W.e in Music, function, value, of a note in the scale,δ. ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14
, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5.3 faculty, art, or craft, Pl.R. 532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN 1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δ. σκεπτική the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1.4 a medicine, Timostr.7, etc.;δ. ἁπλαῖ Hp.Decent.9
, Aret.CD1.4, etc.;δ. πολυφάρμακοι Plu.2.403c
, Gal.13.365: in pl., collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33.b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δ., title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al.IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality ([etym.] ἐνέργεια), Arist.Metaph. 1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as Adv., virtually,ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει.. ἐστί D.3.15
; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo. 86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph. 193b8, al.V Math., power,κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δ. Id.Metaph. 1019b33
; usu. second power, square, κατὰ δύναμιν in square, Pl.Ti. 54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δ. σύμμετροι commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22... + 102, Theol.Ar.64.3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος)δ. ἑξάς Ph.1.3
, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33.VI concrete, powers, esp. of divine beings,αἱ δ. τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4
, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δ., of God, Secund.Sent.3.VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναμις
-
20 κτῆσις
A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6),κ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8
, 13;ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd. 288d
;ῥᾳδίαν ἔχει < τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5
; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr. 230.II (from [tense] pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib. 162, El. 960, etc.;κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105
;ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R. 331b
; διὰ τὴν τῶν υἱέων κ. on account of your having sons, Id.Ap. 20b; ;φέροντας.. ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308
; κ. ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol. 1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN 1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy. 237 viii 35, al.;τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25
(Epid., ii B.C.).2 as collective, = κτήματα, possessions, property,διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158
;κ. ὄπασσεν Od.14.62
;πατρῴα κ. S.El. 1290
;μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285
;ἡ ἰδία κ. POxy. 237 viii 32
(i A.D.): in pl., Hdt.4.114, etc.;ἀρετῆς βέβαιαι.. αἱ κ. μόναι S.Fr. 194
; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετάλλων — μέταλλον mine neut gen pl μεταλλάω search carefully imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μεταλλάω search carefully imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρικός — Αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο. θ. κλίμακα σειρά. Μία σειρά μετάλλων καταγεγραμμένων με τέτοια σειρά σε έναν πίνακα ώστε, αν κατασκευάσουμε με δύο από αυτά ένα θερμοστοιχείο, η φορά του ρεύματος που διαρρέει τη… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek