Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐντελεχείᾳ

См. также в других словарях:

  • ἐντελεχεία — ἐντελεχείᾱ , ἐντελέχεια full fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχείᾳ — ἐντελεχείᾱͅ , ἐντελέχεια full fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εντελέχεια —         (entelecheia) (греч.) см. Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἐντελέχεια — full fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek

  • εντελέχεια — η (φιλοσ.) 1. η μορφοποίηση της ύλης, η μετάβασή της από την αδρανή κατάσταση στην ενεργό, που γίνεται με την πρόσληψη της τέλειας και πραγματικής μορφής με μέσο τη διαμορφωτική ενέργεια που υπάρχει μέσα στην ύλη, η πλήρης (εντελής)… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντελεχείας — ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια full fem acc pl ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια full fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Энтелехия — (εντελέχεια) термин Аристотелевской философии, обозначающий актуальность, осуществленную цель, действительность. Э.. противоположна возможности (δύναμις, potentia) и есть осуществление того, что заложено как возможность в материи; в этом смысле… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐντελεχειῶν — ἐντελέχεια full fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχείαις — ἐντελέχεια full fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελέχειαι — ἐντελέχεια full fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»