-
1 μαλακός
[малакос] εκ. мягкий, кроткий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαλακός
-
2 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
3 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
4 кроткий
-
5 мягкий
мягкий μαλακός, τρυφερός' απαλός (нежный)' \мягкийое кресло η πολυθρόνα ◇ \мягкийая вода το μαλακό νερό' \мягкий хлеб το φρέσκο ψωμί* * *μαλακός, τρυφερός; απαλός ( нежный)мя́гкое кре́сло — η πολυθρόνα
••мя́гкая вода́ — το μαλακό νερό
мя́гкий хлеб — το φρέσκο ψωμί
-
6 нежный
-
7 нетвёрдый
επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•-ая почва μαλακό έδαφος•
нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.
2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•-ая походка ασταθές βάδισμα•
нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.
|| μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.
-
8 смягчённый
επ. από μτχ.μαλακός, ήπιος. || (για σύμφωνα) που έγινε μαλακός (στην προφορά). -
9 тупой
επ. βρ: туп, -а, -о.1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•тупой нож στομωμένο μαχαίρι•
-ая бритва ακόνιστο ξυράφι.
|| πλατύς•тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.
2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•-ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•
слух αμβλεία ακοή•
тупой взгляд άτονο βλέμμα.
|| ανέκφραστος, άχαρος•-ая улыбка άχαρο χαμόγελο.
3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•
-ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.
|| αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•-ое повиновение τυφλή υποταγή.
5. μαλακός•-ая боль μαλακός πόνος.
6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.7. παλ. βλ. тупиковый.εκφρ.тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία. -
10 пек
тех. о πισσίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пек
-
11 полутомпак
ο μαλακός ορείχαλκος (με περιεκτικότητα του ψευδαργύρου σε ποσοστό 10-20%).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полутомпак
-
12 пшеница
ο σίτος, το σιτάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пшеница
-
13 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
14 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
15 тупой
1. мат. αμβλ/ύς 2. (недостаточно отточенный) ακόνιστ/οςατρόχιστος3. (ο боли) μαλακόςμικρός4. (о звуке) κούφιοςπνικτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тупой
-
16 безответный
безответныйприл (кроткий) πράος, μαλακός, ήπιος. -
17 нежный
нежн||ыйприл1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:\нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία -
18 нетвердый
нетвердыйприл1. (мягкий) μαλακός·2. (неустойчивый) ἀσταθής (о походке и т. п.)/ ἐπισφαλής (о положении и т. п.)/ ἀδύνατος (о знаниях и т. п.)·3. (нерешительный) ἀναποφάσιστος, μή σίγουρος, ἀσταθής. -
19 податливый
податливыйприл1. (о материале) εὔκαμπτος, εὐλύγιστος.2. (о человеке) μαλακός, εὐαγωγός / βολικός (покладистый). -
20 сменить
сменитьсов см. сменять· \сменить гнев на милость ἀπό αὐστηρός γίνομαι μαλακός.
См. также в других словарях:
μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαλακός — soft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — soft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακώτερον — μαλακός soft adverbial comp μαλακός soft masc acc comp sg μαλακός soft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτάτων — μαλακός soft fem gen superl pl μαλακός soft masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτέραις — μαλακός soft fem dat comp pl μαλακωτέρᾱͅς , μαλακός soft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτέρων — μαλακός soft fem gen comp pl μαλακός soft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακῶν — μαλακός soft fem gen pl μαλακός soft masc/neut gen pl μαλακόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act masc nom sg μαλακόω pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόν — μαλακός soft masc acc sg μαλακός soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)