-
1 ήπιος
[ипиос] επ. кротний, мягкий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ήπιος
-
2 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
3 кроткий
-
4 агнец
агнецм1. уст. τό ἀρνί, ὁ ἀμνός;2. перен τό ἀρνάκι, ὁ ήπιος ἀνθρωπος. -
5 безответный
безответныйприл (кроткий) πράος, μαλακός, ήπιος. -
6 кроткий
кроткийприл πράος, ήπιος, μειλίχιος. -
7 безобидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαθώος, πράος, ήπιος• άκακος, αβλαβής. -
8 безответный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαναπάντητος•письмо осталось -ым απάντηση στο γράμμα δεν πήραμε.
|| πράος, ήπιος, που δεν αντιμιλά. -
9 кроткий
επ., βρ: -ток, -тка, -ткоπράος, ήπιος, ήμερος, μαλακός. -
10 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
11 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
12 мякнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. мяк-ла, -лоρ.δ.1. μαλακώνω•сухарь -нет в молоке η φρυγανιά μαλακώνει μέσα στο γάλα.
|| γίνομαι ήπιος•он -нет от одного лаского слова αυτός μαλακώνει μ ένα καλό λόγο,
2. αδυνατίζω, χαλαρώνω. -
13 обмякнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. обмяк, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. обмякший.1. μαλακώνω, απαλύνω. μαλθακώνω.2. αδυνατίζω, εξασθενίζω, γίνομαι μαλθακός, πλαδαρός.3. μτφ. κατευνάζομαι, καταπραΰνομαι, γίνομαι ήπιος. -
14 овечка
-и θ.προβατινούλα. || μτφ. πράος, ήπιος, άκακος. -
15 оттаять
-аю, -аешьρ.σ. ξεπαγώνω, τήκομαι, λιώνω. || μτφ. μαλακώνω, γίνομαι ήπιος. -
16 потатчик
-а α.-ца -ы θ.επιεικής, ήπιος (στην κρίση ή συμπεριφορά). -
17 размягчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размягченный, βρ: -чен -чена, -чено ρ.σ.μ.1. μαλακώνω, απαλύνω, μαλθακώνω• μαλάσσω.2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω.1. μαλακώνω, μαλακύνομαι, απαλύνομαι.2. μτφ. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι: γίνομαι ήπιος, επιεικής. -
18 размякнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. размяк-ла, -лоρ.σ.1. μαλακώνω.2. μτφ. εξασθενώ, ατονώ• κόβομαι. || μαλακώνω, γίνομαι ήπιος, επιεικής. -
19 смиренник
-а α. -ница, -ы θ.παλ. άνθρωπος ήπιος, πράος, μαλακός. -
20 смиренничать
ρ.δ. είμαι ήπιος, πράος• —η-γαίνω με το σταυρό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἤπιος — gentle masc nom sg ἤπιος gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο επίρρ. α 1. ήρεμος, μετριοπαθής: Ήπιος χαρακτήρας. 2. εύκρατος: Ήπιο κλίμα. 3. μτφ., ήπιο πολιτικό κλίμα (χωρίς οξύτητες). 4. επιεικής: Ήπια τιμωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠπιώτερον — ἤπιος gentle adverbial comp ἤπιος gentle masc acc comp sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp sg ἤπιος gentle masc acc comp sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp sg ἤπιος gentle adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιώτατα — ἤπιος gentle adverbial superl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl pl ἤπιος gentle adverbial superl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιώτατον — ἤπιος gentle masc acc superl sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl sg ἤπιος gentle masc acc superl sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπίως — ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc acc pl (doric) ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc/fem acc pl (doric) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤπιον — ἤπιος gentle masc acc sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc sg ἤπιος gentle masc/fem acc sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπίων — ἤπιος gentle fem gen pl ἤπιος gentle masc/neut gen pl ἤπιος gentle masc/fem/neut gen pl ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιωτάτοις — ἤπιος gentle masc/neut dat superl pl ἤπιος gentle masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιωτάτου — ἤπιος gentle masc/neut gen superl sg ἤπιος gentle masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)