-
1 πράος
[праос] επ. кроткий, мягкий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πράος
-
2 кроткий
-
3 безответный
безответныйприл (кроткий) πράος, μαλακός, ήπιος. -
4 голубиный
голуби́н||ыйприл1. περιστερήσιος, τοῦ περιστεριού, τῆς περιστεράς:\голубиныйая почта τά ταχυδρομικά περιστέρια·2. (кроткий) πράος, σάν (τό) περιστέρι. -
5 кроткий
кроткийприл πράος, ήπιος, μειλίχιος. -
6 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
7 смиренный
смирен||ныйприл πράος, ταπεινός. -
8 агнец
-нца α.παλ. αρνάκι. || μτφ. αθάνος, πράος•прикинуться агнцем προσποιούμαι (κάνω) την αθώα περιστερά.
-
9 безобидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαθώος, πράος, ήπιος• άκακος, αβλαβής. -
10 безответный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαναπάντητος•письмо осталось -ым απάντηση στο γράμμα δεν πήραμε.
|| πράος, ήπιος, που δεν αντιμιλά. -
11 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
12 кроткий
επ., βρ: -ток, -тка, -ткоπράος, ήπιος, ήμερος, μαλακός. -
13 муха
-и θ.μΰγα•комнатная муха οικιακή μύγα.
εκφρ.кзлые -и – χιονονιφάδες•до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•-и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•- и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•-у раздавить (ή задавить, зашибить) – απλ. κρασοπίνω•считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό. -
14 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
15 незлобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноβλ. незлобивый. || άκακος, πράος. -
16 овечка
-и θ.προβατινούλα. || μτφ. πράος, ήπιος, άκακος. -
17 смиренник
-а α. -ница, -ы θ.παλ. άνθρωπος ήπιος, πράος, μαλακός. -
18 смиренничать
ρ.δ. είμαι ήπιος, πράος• —η-γαίνω με το σταυρό. -
19 смиренный
επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно.1. ταπεινός, μετρ ιόφρονας• ταπε ινόφρονας. || μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός•смиренный ужин λιτό δείπνο.
2. ήπιος, πράος• βολικός.3. (απλ.) ήσυχος, άκακος. -
20 смирнеть
ρ.δ. γίνομαι ήσυχος, ήπιος, πράος, φρόνιμος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρᾶος — Gött. Nachr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾷος — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
πράος — α, ο ήπιος, γλυκός, ήμερος, μαλακός: Πράος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρηέα — πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρηέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳότερον — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial comp πρᾶος Gött. Nachr. masc acc comp sg πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηύ — πρᾶος Gött. Nachr. masc voc sg (ionic) πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳοτέρων — πρᾶος Gött. Nachr. fem gen comp pl πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳότατα — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial superl πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)