-
1 ευχάριστος
[эфхаристос] εκ. доставляющий удовольствие, приятный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευχάριστος
-
2 забавный
-
3 нежный
-
4 приятный
-
5 весёлый
επ., βρ: весел, -а, -о1. χαρούμενος, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος•-ое настроение ευδιαθεσία, καλοκεφιά•
-ое лицо χαρούμενο πρόσωπο•
весёлый характер εύθυμος χαρακτήρας.
2. χαροποιός•весёлый спектакль εύθυμο θέαμα.
|| ευχάριστος, τερπνός•-ая расцветка ευχάριστος χρωματισμός.
-
6 приятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ευχάριστος, ευάρεστος•-ая погода ευχάριστος (ωραίος) καιρός•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
-залах ευοσμία, ευωδιά•
-ые вести ευχάριστες ειδήσεις.
2. ελκυστικός,.θελκτικός• συμπαθητικός•-ое лщо συμπαθητικό πρόσωπο•
приятный человек συμπαθητικός άνθρωπος.
-
7 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
8 милый
ми́л||ый1. прил χαριτωμένος, ἀγαπητός / εὐγενικός (любезный)! εὐχάριστος (приятный):\милый друг ὁ ἀγαπητός φίλος· \милыйая улыбка τό χαριτωμένο χαμόγελο·2. прил (дорогой, любимый) ἀγαπητός·3. м (возлюбленный) ὁ κάλος, ὁ ἀγαπημένος. -
9 нежный
нежн||ыйприл1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:\нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία -
10 отрадный
отрад||ныйприл εὐχάριστος/ παρηγορητικός (утешительный):\отрадныйное явление τό εὐχάριστο φαινόμενο. -
11 приятный
приятн||ыйприл εὐχάριστος, τερπνός, ἀρεστός, ἀπολαυστικός:соединить \приятныйое с полезным συνδυάζω τό τερπνόν μετά τοῦ ὠφελίμου. -
12 бархатистый
επ., βρ: -тист, -а, -оβελούδινος, -ένιος. || μτφ. (για ήχο, φωνή) ευχάριστος, μαλακός. || απαλός στην αφή. -
13 благоприятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. ευνοϊκός, ευμενής, ευεργετικός•-ые условия ευνοϊκές συνθήκες.
2. ευάρεστος, αρεστός, ευχάριστος•-ые вести ευχάριστες ειδήσεις.
-
14 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης. -
15 красивый
επ., βρ: -сив, -а, -о- όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•-ая музыка ωραία μουσική•
-ая жизнь ωραία ζωή•
-ая фраза ωραία φράση.
-
16 малиновый
επ.1. της σμεουρδιάς. || από σμέουρο•-ое варенье γλυκό από σμέουρο.
2. χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος).εκφρ.звон – πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακίών. -
17 миленький
επ.1. χαριτωμένος• θελκτικός•миленький мальчик χαριτωμένο αγοράκι.
|| ευχάριστος, ευάρεστος.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος.ουσ. ο αγαπημένος!, ο εραστής, ο αγαπητικός,εκφρ.как миленький – (απλ.) α) αναντίρρητα, β) ανεμπόδιστα, εύκολα και καλά. -
18 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα! -
19 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
20 неблагоприятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноδυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•
-ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•
неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.
|| αρνητικός• άσχημος•на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•
-ая погода παλιόκαιρος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)