Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευχάριστος

  • 1 ευχάριστος

    [эфхаристос] εκ. доставляющий удовольствие, приятный.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευχάριστος

  • 2 забавный

    забавный διασκεδαστικός, ευχάριστος
    * * *
    διασκεδαστικός, ευχάριστος

    Русско-греческий словарь > забавный

  • 3 нежный

    нежный 1) τρυφερός· απαλός, μαλακός (мягкий) 2) (о запахе) λεπτός, ευχάριστος
    * * *
    1) τρυφερός; απαλός, μαλακός ( мягкий)
    2) ( о запахе) λεπτός, ευχάριστος

    Русско-греческий словарь > нежный

  • 4 приятный

    Русско-греческий словарь > приятный

  • 5 весёлый

    επ., βρ: весел, -а, -о
    1. χαρούμενος, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος•

    -ое настроение ευδιαθεσία, καλοκεφιά•

    -ое лицо χαρούμενο πρόσωπο•

    весёлый характер εύθυμος χαρακτήρας.

    2. χαροποιός•

    весёлый спектакль εύθυμο θέαμα.

    || ευχάριστος, τερπνός•

    -ая расцветка ευχάριστος χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > весёлый

  • 6 приятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. ευχάριστος, ευάρεστος•

    -ая погода ευχάριστος (ωραίος) καιρός•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    -залах ευοσμία, ευωδιά•

    -ые вести ευχάριστες ειδήσεις.

    2. ελκυστικός,.θελκτικός• συμπαθητικός•

    -ое лщо συμπαθητικό πρόσωπο•

    приятный человек συμπαθητικός άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > приятный

  • 7 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 8 милый

    ми́л||ый
    1. прил χαριτωμένος, ἀγαπητός / εὐγενικός (любезный)! εὐχάριστος (приятный):
    \милый друг ὁ ἀγαπητός φίλος· \милыйая улыбка τό χαριτωμένο χαμόγελο·
    2. прил (дорогой, любимый) ἀγαπητός·
    3. м (возлюбленный) ὁ κάλος, ὁ ἀγαπημένος.

    Русско-новогреческий словарь > милый

  • 9 нежный

    нежн||ый
    прил
    1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:
    \нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·
    2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·
    3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία

    Русско-новогреческий словарь > нежный

  • 10 отрадный

    отрад||ный
    прил εὐχάριστος/ παρηγορητικός (утешительный):
    \отрадныйное явление τό εὐχάριστο φαινόμενο.

    Русско-новогреческий словарь > отрадный

  • 11 приятный

    приятн||ый
    прил εὐχάριστος, τερπνός, ἀρεστός, ἀπολαυστικός:
    соединить \приятныйое с полезным συνδυάζω τό τερπνόν μετά τοῦ ὠφελίμου.

    Русско-новогреческий словарь > приятный

  • 12 бархатистый

    επ., βρ: -тист, -а, -о
    βελούδινος, -ένιος. || μτφ. (για ήχο, φωνή) ευχάριστος, μαλακός. || απαλός στην αφή.

    Большой русско-греческий словарь > бархатистый

  • 13 благоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    1. ευνοϊκός, ευμενής, ευεργετικός•

    -ые условия ευνοϊκές συνθήκες.

    2. ευάρεστος, αρεστός, ευχάριστος•

    -ые вести ευχάριστες ειδήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > благоприятный

  • 14 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 15 красивый

    επ., βρ: -сив, -а, -о
    - όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•

    -ая музыка ωραία μουσική•

    -ая жизнь ωραία ζωή•

    -ая фраза ωραία φράση.

    Большой русско-греческий словарь > красивый

  • 16 малиновый

    επ.
    1. της σμεουρδιάς. || από σμέουρο•

    -ое варенье γλυκό από σμέουρο.

    2. χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος).
    εκφρ.
    звон – πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακίών.

    Большой русско-греческий словарь > малиновый

  • 17 миленький

    επ.
    1. χαριτωμένος• θελκτικός•

    миленький мальчик χαριτωμένο αγοράκι.

    || ευχάριστος, ευάρεστος.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος.
    ουσ. ο αγαπημένος!, ο εραστής, ο αγαπητικός,
    εκφρ.
    как миленький – (απλ.) α) αναντίρρητα, β) ανεμπόδιστα, εύκολα και καλά.

    Большой русско-греческий словарь > миленький

  • 18 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 19 мягкий

    επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;
    1. μαλακός, απαλός•

    мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•

    мягкий хлеб μαλακό ψωμί•

    -ое железо μαλακό σίδερο.

    2. τρυφερός, αβρός•

    -ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.

    || σιγανός ήσυχος ελαφρός.
    3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.
    4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•

    мягкий климат ήπιο κλίμα•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.

    5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•

    мягкий человек μαλακός άνθρωπος.

    εκφρ.
    - ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•
    - ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)
    - ие складки – φυσικές δίπλες•
    - ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα.

    Большой русско-греческий словарь > мягкий

  • 20 неблагоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    δυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•

    счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•

    -ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•

    неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.

    || αρνητικός• άσχημος•

    на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагоприятный

См. также в других словарях:

  • Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»