Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοχισμός

См. также в других словарях:

  • λοχισμός — λοχισμός, ὁ (Α) [λοχίζω] στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα …   Dictionary of Greek

  • λοχισμοῖς — λοχισμός placing in ambush masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχισμοῦ — λοχισμός placing in ambush masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχισμούς — λοχισμός placing in ambush masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»