-
1 λοχίτης
λοχίτης, ὁ, 1) im Hinterhalt liegend, auflauernd, VLL. – 2) der von demselben λόχος ist, Mitsoldat, Gefährte; Aesch. Ag. 1634; εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ Ch. 757; πολλοὺς ἔχων λοχίτας Soph. O. R. 751; Xen. u. A. – Bei D. Hal. 4, 20 ist λοχῖτις ἐκκλησία = comitia centuriata.
-
2 λοχιτης
-
3 λοχίτης
λοχίτης, ὁ, (1) im Hinterhalt liegend, auflauernd. (2) der von demselben λόχος ist, Mitsoldat, Gefährte; λοχῖτις ἐκκλησία = comitia centuriata -
4 λοχίτης
λοχί̱της, λοχίτηςone of the same: masc nom sg -
5 λοχίτης
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch. 768; :— fem. [full] λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχίτης
-
6 συλ-λοχίτης
συλ-λοχίτης, ὁ, ein Krieger aus demselben λόχος, Her. 1, 82 u. Sp.
-
7 δι-λοχίτης
δι-λοχίτης, ὁ, Anführer einer διλοχία; Arrian. tact. 13
-
8 ἡμι-λοχίτης
ἡμι-λοχίτης, ὁ, Anführer eines halben Lochos, Ael. Tact. 5.
-
9 λοχίτας
λοχί̱τᾱς, λοχίτηςone of the same: masc acc plλοχί̱τᾱς, λοχίτηςone of the same: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 συλλοχιτης
-
11 λοχίται
-
12 λοχῖται
-
13 λοχιτάν
-
14 λοχιτᾶν
-
15 λοχιτών
-
16 λοχιτῶν
-
17 λοχίταις
λοχί̱ταις, λοχίτηςone of the same: masc dat pl -
18 λοχίτη
-
19 λοχίτῃ
-
20 λοχίτην
λοχί̱την, λοχίτηςone of the same: masc acc sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… … Dictionary of Greek
λοχίτης — λοχί̱της , λοχίτης one of the same masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχῖται — λοχίτης one of the same masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίτας — λοχί̱τᾱς , λοχίτης one of the same masc acc pl λοχί̱τᾱς , λοχίτης one of the same masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
συλλοχίτης — ὁ, Α συστρατιώτης τού ίδιου λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοχίτης (< λόχος)] … Dictionary of Greek
λοχιτᾶν — λοχῑτᾶν , λοχίτης one of the same masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχιτῶν — λοχῑτῶν , λοχίτης one of the same masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίταις — λοχί̱ταις , λοχίτης one of the same masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίτην — λοχί̱την , λοχίτης one of the same masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίτου — λοχί̱του , λοχίτης one of the same masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)