Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατ-άγνῡμι

См. также в других словарях:

  • ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] …   Dictionary of Greek

  • κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… …   Dictionary of Greek

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …   Dictionary of Greek

  • καύαγμα — καύαγμα, άγματος, τὸ (Α) τεμάχιο, κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατα Fαγμα < κατ(α) * + (F)ἄγμα (< [F]ἄγνυμι «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί …   Dictionary of Greek

  • υπάγνυμι — Α σπάζω κάτι στο κάτω μέρος ή, κατ άλλους, χωρίζω σε διαμερίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγνυμι «σπάω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»