Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ιῶτις

См. также в других словарях:

  • μυστηριώτις — μυστηριῶτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή η σχετική με τα μυστήρια, η προορισμένη για τα μυστήρια («μυστηριώτιδες σπονδαί» ανακωχές όπλων κατά την τελετή τών ελευσινίων μυστηρίων, Αισχίν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήριον +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»