Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θυρίδες

См. также в других словарях:

  • Θυρίδες — Θυρίδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίδες — θυρίς window fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фурид —    • Θυρίδες,          см. Laconica, Лаконика, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • βραχιονόποδα — Θαλάσσιοι οργανισμοί με δίθυρο όστρακο, που ζουν μόνιμα στον βυθό. Κάποτε τους θεωρούσαν ομοταξία των μαλακιοειδών, σήμερα όμως ταξινομούνται ως ιδιαίτερο φύλο. Στο παρελθόν γινόταν σύγχυση ανάμεσα στα β. και τα ακέφαλα μαλάκια (ελασματοβράγχια)… …   Dictionary of Greek

  • κτένι ή χτένι — Κοινή ονομασία θαλάσσιων ελασματοβραγχίων μαλακίων του γένους Pecten, της οικογένειας των πεκτινιδών. Τα δίθυρα όστρακά τους, τα οποία συναντώνται στις περισσότερες ακτές, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες για τα ωραία χρώματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • στρείδι — Κοινό όνομα μαλακίων της ομοταξίας των ακέφαλων ή ελασματοβράγχιων που ανήκουν στις οικογένειες των Οστρεϊδών και των Αβικουλιδών. Ένα είδος γνωστό ως περιζήτητη τροφή είναι το λεγόμενο σ. το εδώδιμο (strea edulis), διαδομένο στα παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • κάρδιο — (Cardium). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων. Περιλαμβάνει μαλάκια που έχουν σχήμα καρδιάς, με δύο ίσες και εξογκωμένες θυρίδες. Οι θυρίδες αυτές εξωτερικά εμφανίζουν βαθιές αυλακώσεις σαν ακτίνες, που ξεκινούν από τον ελαστικό σύνδεσμο και… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

  • ОСАДА —    • Πολιορκία.          Живописное описание О. города в героическое время дает нам «Илиада». Осаждающие располагались лагерем перед городом, осажденные выходили утром за стены и сражались в поединках с переменным счастьем, а вечером снова… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»