-
1 ξυρίζω
-
2 ξυρίζων
ξυρίζωpres part act masc nom sg -
3 ξυρίσαντας
ξυρίζωaor part act masc acc pl -
4 ξυρίσασθαι
ξυρίζωaor inf mid -
5 ξυρίσωνται
ξυρίζωaor subj mid 3rd pl -
6 ξύρισον
ξυρίζωaor imperat act 2nd sg -
7 εξυρισμέναι
ξυρίζωperf part mp fem nom /voc plἐξυρισμένᾱͅ, ξυρίζωperf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
8 ἐξυρισμέναι
ξυρίζωperf part mp fem nom /voc plἐξυρισμένᾱͅ, ξυρίζωperf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
9 εξυρίκειν
-
10 ἐξυρίκειν
-
11 προεξυρισμένων
προεξυρισμένων, πρό-ξυρίζωperf part mp fem gen plπροεξυρισμένων, πρό-ξυρίζωperf part mp masc /neut gen pl -
12 εξυρισμένοι
-
13 ἐξυρισμένοι
-
14 εξύρικα
-
15 ἐξύρικα
-
16 εξύρισε
-
17 ἐξύρισε
-
18 εξύρισεν
-
19 ἐξύρισεν
-
20 ξυριείσθαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξυρίζω — ξυρίζω, ξύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξυρίζω — και ξουρίζω (Α ξυρίζω) [ξυρόν] κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών τού σώματος, κυρίως τού προσώπου νεοελλ. 1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές 2. ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek
ξυρίζω — ξύρισα, ξυρίστηκα, ξυρισμένος 1. κόβω σύριζα τις τρίχες, ξουραφίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον με τις φλυαρίες μου ή τα ψέματά μου: Μας ξύρισε δύο ολόκληρες ώρες. 3. για αέρα και κρύο, είμαι δυνατός, παγερός: Ξυρίζει σήμερα το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυρισμέναι — ξυρίζω perf part mp fem nom/voc pl ἐξυρισμένᾱͅ , ξυρίζω perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυρίκειν — ξυρίζω plup ind act 1st sg (attic epic ionic) ξυρίζω perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυριεῖσθαι — ξυρίζω fut inf mid (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρισθῆναι — ξυρίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίζων — ξυρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσαντας — ξυρίζω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσασθαι — ξυρίζω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσωνται — ξυρίζω aor subj mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)