-
101 провешивать
(геод.)1. (устанавливать вешки) πασσαλώνω, τοποθετώ πασσάλους 2. (устанавливать вертикальность) ελέγχω την κάθετη θέση μιας επιφάνειας με βαρίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивать
-
102 противостояние
(астр) η αντίθετη θέση (των δυο αστέρων/πλανητών το ένα απέναντι στο άλλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противостояние
-
103 радиорубка
(ав., мор.) о θάλαμος/η θέση του ασυρμάτου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиорубка
-
104 расположение
1. (размещение) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση· - груза - του φορτίου 2. (нахождение, пребывание) η θέση, η τοποθεσία 3. (порядок или способ размещения) η διάταξη, η σειράшахматное - παραλληλόγραμμος -, χιαστί -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположение
-
105 резец
1. тех. το κοπίδιфрезерный - το εγχλύφο, η φρέζα2. (передний зуб плоской формы) о κοπτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резец
-
106 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
107 свободный
ελεύθερ/ος, άνετοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободный
-
108 статус
η κατάσταση, η υπόσταση, η θέση, το κύρος, το στάτους (ξεν.)юридический - см. правовой -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статус
-
109 тезис
η «θέση», η άποψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тезис
-
110 упор
1. (подпорка) το στήριγμα, το έρεισμαносовой - мор. πρωραίο/πλωριό -2. (то, что ограничивает перемещение чего-л.) о αναστολέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упор
-
111 фор-стень-штаг
мор. η θέση του οπτή-ρα στον πρωραίο ιστό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фор-стень-штаг
-
112 центровка
1. (маш) το κεντράρισμα για κατεργασία 2. ав. η θέση του κέντρου βαρύτητας 3. (операция по выверке с осью и т.п.) η ευθυγράμμιση - вала - του άξονα 4. (совмещение с центром) το κεντράρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центровка
-
113 доклад
доклад м η εισήγηση, η έκθεση" делать \доклад κάνω έκ θεση* * *мη εισήγηση, η έκθεσηде́лать докла́д — κάνω έκθεση
-
114 завоевать
завоевать, завоёвывать 1) καταχτώ 2) (добиваться) κερδίζω \завоевать первое место κερδίζω την πρώτηθέση* * *= завоёвывать1) καταχτώ2) ( добиваться) κερδίζωзавоева́ть пе́рвое ме́сто — κερδίζω την πρώτη θέση
-
115 мой
I мой (моя, моё, мои) ( δικός) μου* мой брат о αδερφός μου' II мой мн. ч. от мой* * *(моя, моё, мои)мой брат — ο αδερφός μου
моя́ кни́га — το βιβλίο μου
моё ме́сто — η θέση μου
мои́ друзья́ — οι φίλοι μου
-
116 это
1. это место αυτή η θέση; это очень интересно! (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον! эти ученики αυτοί οι μαθητές; эти книги αυτά τα βιβλία 2. с. р. от этот* * *с. р. от этот -
117 этот
этот (эта. это, эти) αυτός· \этот человек αυτός ο άνθρωπος· в \этот раз αυτή τη φορά; эта женщина αυτή η γυναίκα· эта девочка αυτό το κορίτσι·* * *(эта, это, эти)э́тот челове́к — αυτός ο άνθρωπος
в э́тот раз — αυτή τη φορά
э́та же́нщина — αυτή η γυναίκα
э́та де́вочка — αυτό το κορίτσι
э́то ме́сто — αυτή η θέση
э́то о́чень интере́сно! — (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον!
э́ти ученики́ — αυτοί οι μαθητές
э́ти кни́ги — αυτά τα βιβλία
-
118 административный
администр||ативныйприл в разн. знач. διοικητικός:\административныйати́вная должность ἡ διοικητική θέση; \административныйати́вное деление страны ἡ διοικητική διαίρεση τής χώρας; \административныйати́вное взыскание ἡποινή, ἡ κύρωση. -
119 амплуа
амплуа́с нескл.1. театр. τ όἀμπλουά, ἡ εἰδικότητα, ὁ ρόλος;2. перен ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐνασχόληση [-ις], ἡ θέση [-ις]. -
120 бронированный
бронированныйприч. и прил (τε-) θωρακισμένος.бронированный 1. прич. от бронировать;2. прил (закрепленный) καπα-ρομένος, κρατημένος:\бронированныйое место ἡ κα-παρωμένη θέση; \бронированныйые билеты τά κρατημένα είσιτήρια.
См. также в других словарях:
θέση — η 1. μέρος, τοποθεσία: Περίοπτη θέση. – Κατάλληλη θέση. – Θέση του στρατοπέδου. – Θέση της πόλης μας. – Βάζω τα πράγματα στη θέση τους. 2. κάθισμα: Δε βρήκαν θέση στο λεωφορείο. 3. κατάσταση: Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. 4. άποψη: Οι θέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
θέσῃ — θέσηι , θέσις setting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφική θέση — Η θέση ενός σημείου, τόπου ή περιοχής στην επιφάνεια της Γης, η οποία ορίζεται με τη βοήθεια των συντεταγμένων, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους και του γεωγραφικού μήκους. Η γ.θ. συνηθίζεται να θεωρείται πλήρης ορισμός ενός τόπου, στην… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek