-
1 причина
1. (мотив, основание) о λόγ/ος, η αφορμήбез - ы χωρίς - ο, χωρίς αιτίαглавная - βασικός -, κύριος -2. (фактор, вызывающий определённое последствие) η αιτία, το αίτιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > причина
-
2 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
3 темляк
-а α.θηλειά κράτησης (στη λαβή του σπαθιού).
См. также в других словарях:
κρατήσῃς — κρατέω to be strong aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου) в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… … Википедия
δεκάρα — η [δεκάρι] 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών 2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό 3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα») 4. φρ. α) «δεκάρα τού Όθωνα» άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις β) (για… … Dictionary of Greek
μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… … Dictionary of Greek
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek
ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… … Dictionary of Greek
υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βαστίλη — (Bastille). Φρούριο με οκτώ πύργους που έχτισε το 1370, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, ο Ούγος Ομπριό κοντά στο προάστιο Σεν Αντουάν, στο Παρίσι. Στην περίοδο της βασιλείας του Καρόλου ΣΤ’ (1380 1422) χρησιμοποιήθηκε τμήμα της ως… … Dictionary of Greek
Ευγένιος Καραβίας — (1752 – 1821). Μητροπολίτης Αγχιάλου. Με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 συνελήφθη και φυλακίστηκε με άλλους αρχιερείς στις φυλακές του Μποσταντζή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek