Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κράτησης

См. также в других словарях:

  • κρατήσῃς — κρατέω to be strong aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου)  в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… …   Википедия

  • δεκάρα — η [δεκάρι] 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών 2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό 3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα») 4. φρ. α) «δεκάρα τού Όθωνα» άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις β) (για… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… …   Dictionary of Greek

  • παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …   Dictionary of Greek

  • ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βαστίλη — (Bastille). Φρούριο με οκτώ πύργους που έχτισε το 1370, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, ο Ούγος Ομπριό κοντά στο προάστιο Σεν Αντουάν, στο Παρίσι. Στην περίοδο της βασιλείας του Καρόλου ΣΤ’ (1380 1422) χρησιμοποιήθηκε τμήμα της ως… …   Dictionary of Greek

  • Ευγένιος Καραβίας — (1752 – 1821). Μητροπολίτης Αγχιάλου. Με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 συνελήφθη και φυλακίστηκε με άλλους αρχιερείς στις φυλακές του Μποσταντζή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»