-
1 линейный
επ.1. γραμμικός. || γραμμοειδής, γραμμωτός.2. συνοριακός, μεθοριακός.3. παλ. μάχιμος•-ое войско στράτευμα μάχιμο ή της γραμμής.
|| της γραμμής•линейный броненосец θωρηκτό της γραμμής•
линейный крейсер καταδρομικό της γραμμής.
4. ουσ. αξιωματικός υπεύθυνος παράταξης ή παρέλασης.5. к συγκοινωνιακής γραμμής.εκφρ.линейный корабль – το μεγαλύτερο θωρηκτό μάχης•- ые меры – μέτρα μήκους. -
2 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
3 рейсовый
-
4 рейсовый
рейс||овыйприл τής γραμμής:\рейсовыйовый Самолет τό ἀεροπλάνο τής γραμμής. -
5 передовой
επ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•-ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•
-ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.
|| προηγμένος•-ые страны οι προηγμένες χώρες.
|| προοδευτικός•передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•
-ые идеи προοδευτικές ιδέες.
2. μπροστινός, πρώτος•-ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•
передовой пост η προφυλακή•
передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.
3. ουσ. -ая,ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).εκφρ.- ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•- ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού). -
6 путевой
επ.1. της σιδηροδρομικής γραμμής•путевой обходчик κινητός φύλακας σιδηροδρομικής γραμμής.
2. οδοιπορικός, ταξιδιωτικός•-ые записи, впечатления ταξιδιωτικές σημειώσεις, εντυπώσεις•
-ые расходы (издержки) οδοιπορικά έξοδα.
-
7 блокировка
1. ж.-д. το κλείσιμο της γραμμής με σημαφόρο 2. (зависимость действия одного устройства от другого) η (αλληλο)σύνδεση 3. (прохождение сигнала или срабатывания устройства) η έμφραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > блокировка
-
8 грозоупорность
(линии) η ανθεκτικότητα (της γραμμής) στους κεραυνούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грозоупорность
-
9 занятие
I.(линии связи) η κατάληψη της γραμμής.II. 1. (урок) το μάθημα 2. (дело, труд, работа) η ενασχόληση, η απασχόληση, η ασχολίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > занятие
-
10 занятость
I.(линии связи) η κατάληψη (της γραμμής επικοινωνίας).II. (работой) η απασχόλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > занятость
-
11 искривление
η στρέβλωση, η παραμόρφωση, το στράβωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искривление
-
12 колея
1. (ширина железнодорожного пути) το εύρος/πλάτος της σιδηροδρομικής γραμμής 2. (линия пути) η σιδηρογραμμική γραμμή, η τροχιά 3. (след от транспорта) το ίχνος του τροχού (του μεταφορικού μέσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колея
-
13 коллимирование
η ευθυγράμμιση/ο κανονισμός της γραμμής (σκόπευσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коллимирование
-
14 криволинейность
η καμπυλότητα της γραμμήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > криволинейность
-
15 локомотив
η σιδηροδρομική μηχανήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > локомотив
-
16 опора
το στήριγμα, το έρεισμα, η βάση, το έδρανοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опора
-
17 передавать
1. (отдавать, вручать кому-л.) δίνω 2. (отдавать, уступать что-л. своё в полное распоряжение другому) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (напр. знания, опыт и т.п.) μεταβιβάζω, μεταφέρω 4. (сообщать, пересказывать что-л) μεταβιβάζω 5. (излагать, формулировать что-л.) δίνω, μεταβιβάζω, μεταφέρω 6. (изображать, воспроизводить) μεταφέρω, απεικονίζω 7. свз. μεταδίδω, διαβιβάζω 8. (распространять на кого-, что-л. какие-л. признаки, свойства, качества) μεταδίδω 9. (пересылать, направлять в следующую инстанцию) στέλνω, παραδίδω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передавать
-
18 перешивка пути
(ж-д.) 1. (ремонт) η αλλαγή καρφιών της σιδηροδρομικής τροχιάς 2. (переход на другую ширину колеи) η αλλαγή του πλάτους (της σιδηροδρομικής γραμμής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перешивка пути
-
19 пикетаж
(ж-д.) η σήμανση ανά 100 μέτρα της σιδηροδρομικής γραμμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пикетаж
-
20 предыскатель
(тлф.) о διακόπτης της γραμμής групповой - γενικός -κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предыскатель
См. также в других словарях:
γραμμῆς — γραμμή stroke fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek