-
21 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
22 менять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > менять
-
23 пересадить
1. (с одного места на другое) βάζω σε άλλη θέση, αλλάζω θέση 2. (с одного вида транспорта на другой) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (поместить в другое место) μεταφέρω, μετατοπίζω 4. (выкопав растение, посадить в другом месте) μεταφυτεύω, φυτεύω αλλού 5. (перенести на другое место для приживания) мед. μεταμοσχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадить
-
24 постпозиция
грам. η θέση μετά το θέμα (της λέξης), η επιθεματική θέση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постпозиция
-
25 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
26 бороться
бороться 1) παλεύω, μάχομαι, αγωνίζομαι \бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη \бороться за первое место αγωνίζο μαι για το πρωτείο (или για την πρώτη θέση) 2) спорт. παλεύω* * *1) παλεύω, μάχομαι, αγωνίζομαιборо́ться за мир — αγωνίζομαι για τηνειρήνη
боро́ться за пе́рвое ме́сто — αγωνίζομαι για το πρωτείο ( или για την πρώτη θέση)
2) спорт. παλεύω -
27 вакансия
-
28 вместо
-
29 выигрышный
выигрышный: в \выигрышныйом положении σε πλεονεκτική θέση* * *в вы́игрышном положе́нии — σε πλεονεκτική θέση
-
30 должность
-
31 его
его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του* * *1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.(δικός, δική, δικό) τουэ́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του
его́ дома́шние — οι δικοί του
-
32 её
её 1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) της; это её место αυτή η θέση είναι δική της; этот чемодан её αυτή η βαλίτσα είναι δική της* * *1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест.(δικός, δική, δικό) τηςэ́то её ме́сто — αυτή η θέση είναι δική της
э́тот чемода́н её — αυτή η βαλίτσα είναι δική της
-
33 занятый
занятый 1) απασχολημένος я \занятыйт είμαι απασχολημένος вы \занятыйты? είστε απασχολημένος; 2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος это место \занятыйто αυτή η θέση είναι πιασμένη* * *я за́нят — είμαι απασχολημένος
вы за́няты? — είστε απασχολημένος
2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένοςэ́то место за́нято — αυτή η θέση είναι πιασμένη
-
34 затруднение
затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω* * *сη δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
-
35 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
36 негде
негде: \негде сесть δεν υπάρχει θέση· мне \негде сесть δεν έχω πού να καθήσω* * *не́где сесть — δεν υπάρχει θέση
мне не́где сесть — δεν έχω πού να καθήσω
-
37 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) -
38 позиция
-
39 пост
-
40 путёвка
путёвка ж το φύλλο πορείας* η άδεια για τουριστικό ταξίδι (туристическая)· — в дом отдыха η θέση για σπίτι ανάπαυσης* * *жτο φύλλο πορείας; η άδεια για το υριστικό ταξίδι ( туристическая)путёвка в дом о́тдыха — η θέση για σπίτι ανάπαυσης
См. также в других словарях:
θέση — η 1. μέρος, τοποθεσία: Περίοπτη θέση. – Κατάλληλη θέση. – Θέση του στρατοπέδου. – Θέση της πόλης μας. – Βάζω τα πράγματα στη θέση τους. 2. κάθισμα: Δε βρήκαν θέση στο λεωφορείο. 3. κατάσταση: Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. 4. άποψη: Οι θέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
θέσῃ — θέσηι , θέσις setting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφική θέση — Η θέση ενός σημείου, τόπου ή περιοχής στην επιφάνεια της Γης, η οποία ορίζεται με τη βοήθεια των συντεταγμένων, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους και του γεωγραφικού μήκους. Η γ.θ. συνηθίζεται να θεωρείται πλήρης ορισμός ενός τόπου, στην… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek