-
1 ημι
(только praes., 1 л. sing. impf. ἦν и 3 л. sing. impf. ἦ)( вводно) говорить, сказать
παῖ, ἠμί, παῖ! Arph. — мальчик, (тебе) говорю, мальчик!;ἦ καὴ ἐπὴ κώπῃ σχέθε χεῖρα Hom. — сказал (Ахилл) и положил руку на рукоять (меча);ἦ ῥα γυνέ ταμίη Hom. — (так) сказала ключница;ἔστιν ἄρ΄, ἦ δ΄ ὅς … Plat. — имеются, ведь, сказал он (Сократ), …;ὥσπερ τί ; ἦν δ΄ ἐγώ Plat. — как что (например)?, сказал (спросил) я;ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ΄ ὃς ὅ Γλαύκων Plat. — что же, подождем, сказав он, Главк-то -
2 ημι-
-
3 ημι-
первая часть сложных слов, означ. пол-, полу-, наполовину, напр.:ημικύκλιον, ημίγυμνος -
4 η
I.ἡII.ἤIconjct. сравнит.1) чем, нежелиδιαφερόντως ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. — иначе, чем прежде;
πρὴν ἢ τὸ δεύτερον ἁλισθῆναι τῶν Λυδῶν τέν δύναμιν Her. — прежде, чем вновь будет собрано лидииское войско;μανιχώτερος ἢ ἀνδρειότερος Plat. — более безрассудный, чем мужественный;οἱ παρὰ δόξαν ἔσχε τὰ πρήγματα ἢ ὡς αὐτὸς χατεδόκεε Her. — обстоятельства сложились вопреки его ожиданию, (иначе), чем он предполагал2) кроме, исключая, по сравнению (с чем-л.)ἄλλῳ ἢ ἐμοὴ χρέ τῆσδε ἄρχειν χθονός ; Soph. — разве другому, а не мне надлежит управлять этим краем?;
οἰόμενος δεῖν πάντα μᾶλλον πράττειν ἢ φιλοσοφεῖν Plat. — полагающий, что следует заниматься всем, чем угодно, кроме философии;τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾖ τὰ ἐπινίκια Plat. — на другой день после победы на состязанияхIIconj. разделит.1) или, лиἔστι ταῦτα ἢ οὔ ; Plat. — так это или нет?;
ἢ νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι Xen. — или победить, или быть побежденным;ἢ βούλει διαμυθολογῶμεν περὴ τούτων αὐτῶν ; Plat. — не хочешь ли ты (или ты хочешь), чтобы мы обсудили эти именно вопросы?2) или, а то, а иначе, в противном случаеεἰδέναι δεῖ περὴ οὗ ἂν ᾖ ἥ βουλή, ἢ παντὸς ἁμαρτάνειν ἀνάγκη Plat. — необходимо знать, что подлежит обсуждению, иначе неизбежно сплошное заблуждение
3) лиτίς σοι διηγεῖτο ; ἢ αὐτὸς Σωκράτης ; Plat. — кто с тобой беседовал? не сам ли Сократ?
interj. эй!ἤ, Ξανθίας! Arph. — эй, Ксантий!
III.ἥIf к относит. местоим. ὅς См. οςIIкакIV.ἦIadv. утвердит. - употр. преимущ. с другими частицамиἦ ἄρα (δή), ἦ ἄρ (τε), ἦ ῥα, ἦ ῥά νυ, ἦ γάρ (τοι), ἦ δή (που), ἦ δῆτα, ἦ θήν, ἦ κάρτα, ἦ μάλα (δή), ἦ μήν, ἦ μέν, ἦ μάν, ἦ νύ τοι, ἦ τε, ἦ τάχα (καί) - — действительно, поистине, право, конечно:
μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν Hom. — поклянись мне, что действительно заступишься за меня;ἦ ῥά νυ καὴ σὺ φιλοψευδές ἐτέτυξο Hom. — явно и ты стал любителем лжи;νῦν ἔξεστιν ὑμῖν πιστὰ λαβεῖν παρ΄ ἡμῶν ἦ μέν φιλίαν παρέξειν ὑμῖν τῆν χώραν Xen. — теперь вы можете получить от нас заверения, что мы (не на словах, а) на деле будем дружественной для вас странойIIadv. вопросит. - иногда с другими частицамиἦ ῥά νυ, ἦ ῥά γε, ἦ ῥά γέ τοι, ἦ ταῦτα δή, ἦ ταῦτα δῆτα или — с отрицанием:
ἦ οὐ(κ), ἦ μή - — разве (не), (не) …ли:ἦ σύγ΄ Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος ; Hom. — так ты (не ты ли) хитроумный Одиссей?;ἦ ταῦτα δή (v. l. γάρ) με καὴ βεβούλευνται ποιεῖν ; Soph. — так вот что они решили сделать со мной?;ἦ φῂς ὣς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ; Hom. — разве ты думаешь, что Зевс благосклонен к троянцам?;ἦ γάρ ; Plat. — не правда ли?IVV.ᾖVI.ᾗIIIadv.1) кудаᾗ νοεῖς, ἔπειγέ νυν Soph. — поспеши (туда), куда замышляешь;
ἐκείνῃ ἐπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. — туда следуя, куда она (философия) ведет2) атт. как, подобно тому как3) ввиду этого, поэтомуᾗ καὴ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες Thuc. — ввиду этого (фиванцы) с большей легкостью тайно пробрались (в город Платею)
4) поскольку, в той мере какᾗ ὅ ἐκὼν πεινῶν φάγοι ἂν ὁπότε βούλοιτο Xen. — поскольку добровольно голодающий может поесть, когда захочет
5) (при superl.) насколько, как можно -
5 ην
-
6 ησι
I.II.III. -
7 ημιανδρος
-
8 ημιανθρωπος
-
9 ημιασσαριον
-
10 ημιαστραγαλιον
-
11 ημιβρεχης
-
12 ημιβρως
-
13 ημιβρωτος
-
14 ημιγενειος
-
15 ημιγενης
-
16 ημιγραφος
-
17 ημιγυμνος
-
18 ημιγυναις
-
19 ημιδαης
-
20 ημιδακτυλιαιος
См. также в других словарях:
ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή … Dictionary of Greek
ἠμί — sum pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημι- — πρώτο συνθετικό λέξεων με τη σημασία «μισός» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠμ' — ἠμί , ἠμί sum pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤμ' — ἠμί , ἠμί sum pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
Griechische Sprache — Griechische Sprache. Die G. S. bildet zusammen mit den zunächst verschwisterten italischen (latinisch u. umbrisch sabellischen) Sprachen eine der sechs (od. acht) Hauptgruppen des großen Indo germanischen Sprachstammes. Über das Verhältniß des… … Pierer's Universal-Lexikon
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek