-
1 ησι...
-
2 ησι
I.II.III. -
3 εησι
-
4 επισταμαι
I(impf. ἠπιστάμην - эп. ἐπιστάμην, fut. ἐπιστήσομαι, aor. ἠπιστήθην)1) уметь, мочь, быть в состоянииὅστις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὴν ἄρτια βάζειν Hom. — всякий, кто умеет говорить со здравым смыслом (разумно);ἐπιστάμενος πολεμίζειν Hom. — искусный в сражениях;ὅστις σωφρονεῖν ἐπίσταται Soph. — всякий разумный человек2) быть опытным, искусным, хорошо знать(ἔργα περικαλλέα Hom.; τέν τέχνην Her., κιθαρίζειν Arph.)
Συριστὴ ἐ. Xen. — владеть сирийским языком3) знать наизусть(ταῦτα τὰ ἔπη Xen.; μύθους τοὺς Αἰσώπου Plat.)
4) думать, полагатьἐπιστάμενοι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον γενέσθαι Her. — думая, что это невозможно
5) (твердо, доподлинно, действительно) знать(τι Soph., Eur., Plat., Arst. и περί τινος Thuc.)
ἐπίσταμαι ἀρτίως μαθών, ὅτι … Soph. — теперь-то я ясно вижу, что …;ἀνηρ καθ΄ ἡμᾶς ἐσθλὸς ὤν, ἐπίστασο Soph. — знай, что для нас ты - благородный муж6) знать, быть знакомым(τινα Eur.)
Ἀρίγνωτον οὐδεὴς ὅστις οὐκ ἐπίσταται Arph. — нет никого, кто не знал бы Аригнота - См тж. ἐπιστάμενοςIIион. (= ἐφίσταμαι) med. к ἐφίστημι См. εφιστημι -
5 προθυμια
ион. προθῡμίη ἥ1) желание, стремлениеἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τέν προθυμίην τινός Her. — по чьему-л. желанию;
τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. — бороться против воли божества2) готовность, усердие, рвениеπάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT. — со всей готовностью, ревностно;
ὑπὸ προθυμίας Plat. — от (чрезмерного) усердия;μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. — не щадить усилий;ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. — полный рвения;π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὴ μάχεσθαι Plat. — готовность к опасному бою;ταῖς προθυμίαις καινοὴ γενόμενοι πρός τι Plut. — вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.;σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. — не раздражающая пища3) (благо)склонность, расположение, преданность(ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.)
4) забота(ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.)
5) порывистость, взбалмошность
См. также в других словарях:
ἦσι — εἰμί sum pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧσι — ἧσις Jewsand Christians in Egypt fem voc sg ἵημι Ja c io aor subj mid 2nd sg (epic) ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾖσι — εἰμί sum pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾗσι — ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ὅς yas fem dat pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧισι — ᾗσι , ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ᾗσι , ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ᾗσι , ὅς yas fem dat pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾗσ' — ᾗσι , ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ᾗσι , ἵημι Ja c io aor subj act 3rd sg (epic) ᾗσι , ὅς yas fem dat pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσιτηκότα — ἠσῑτηκότα , ἀσιτέω abstain from food perf part act neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) ἠσῑτηκότα , ἀσιτέω abstain from food perf part act masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσίτουν — ἠσί̱τουν , ἀσιτέω abstain from food imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἠσί̱τουν , ἀσιτέω abstain from food imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσιτηκέναι — ἠσῑτηκέναι , ἀσιτέω abstain from food perf inf act (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσιτέετο — ἠσῑτέετο , ἀσιτέω abstain from food imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσίτεε — ἠσί̱τεε , ἀσιτέω abstain from food imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)