-
1 ημιγενης
См. также в других словарях:
ημιγενής — ἡμιγενής, ές (Α) 1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής 2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ἡμιγενής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγενῆ — ἡμιγενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιγενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιγενής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγενεῖς — ἡμιγενής masc/fem acc pl ἡμιγενής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγενές — ἡμιγενής masc/fem voc sg ἡμιγενής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγενῶν — ἡμιγενής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱՍԵՌ — (ի.) NBH 1 1099 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἠμιγενής semigenitus, imperfectum genus habens. Անկատար ըստ սեռի. ըստ իմիք ʼի նոյն սեռէ. Հոտոցն ամենայն կիսասեռ է. եւ տեսակի եւ ոչ միոյ պատահեալ է զուգաչափութիւն առ ʼի ունել զիմն հոտ. Պղատ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)