Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἷρξα

См. также в других словарях:

  • εἶρξα — ἔργω 1 shut in aor ind act 1st sg (attic epic) ἔργω 1 shut in aor ind act 1st sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρξασῶν — εἰρξᾱσῶν , ἔργω 1 shut in aor part act fem gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρξας — εἴρξᾱς , ἔργω 1 shut in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρξασι — εἴρξᾱσι , ἔργω 1 shut in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵρξας — εἵρξᾱς , ἔργω 1 shut in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»